Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
Syllabification
α-πει-κο-νί-ζω
Morphology
απεικονίζω v.
ACTIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | απεικονίζω | απεικονίζουμε & απεικονίζομε dial. |
2nd | απεικονίζεις | απεικονίζετε |
3rd | απεικονίζει | απεικονίζουν & απεικονίζουνε oral. |
|
Present-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | απεικόνιζε | απεικονίζετε |
|
Present-Participle | απεικονίζοντας |
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | απεικόνισα | απεικονίσαμε |
2nd | απεικόνισες | απεικονίσατε |
3rd | απεικόνισε | απεικόνισαν & απεικονίσαν oral. & απεικονίσανε oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | απεικονίσω | απεικονίσουμε & απεικονίσομε dial. |
2nd | απεικονίσεις | απεικονίσετε |
3rd | απεικονίσει | απεικονίσουν & απεικονίσουνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | απεικόνισε | απεικονίσετε & απεικονίστε |
|
Simple past-Infinitive | απεικονίσει |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | απεικόνιζα | απεικονίζαμε |
2nd | απεικόνιζες | απεικονίζατε |
3rd | απεικόνιζε | απεικόνιζαν & απεικονίζαν oral. & απεικονίζανε oral. |
|
PASSIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | απεικονίζομαι | απεικονιζόμαστε |
2nd | απεικονίζεσαι | απεικονίζεστε & απεικονιζόσαστε oral. |
3rd | απεικονίζεται | απεικονίζονται |
|
Present-Imperative |
|
Present-Participle | απεικονιζόμενος |
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | απεικονίστηκα & απεικονίσθηκα learn. | απεικονιστήκαμε & απεικονισθήκαμε learn. |
2nd | απεικονίστηκες & απεικονίσθηκες learn. | απεικονιστήκατε & απεικονισθήκατε learn. |
3rd | απεικονίστηκε & απεικονίσθηκε learn. | απεικονίστηκαν & απεικονίσθηκαν learn. & απεικονιστήκαν oral. & απεικονιστήκανε oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | απεικονιστώ & απεικονισθώ learn. | απεικονιστούμε & απεικονισθούμε learn. |
2nd | απεικονιστείς & απεικονισθείς learn. | απεικονιστείτε & απεικονισθείτε learn. |
3rd | απεικονιστεί & απεικονισθεί learn. | απεικονιστούν & απεικονισθούν learn. & απεικονισθούνε learn. & απεικονιστούνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | απεικονίσου | απεικονιστείτε & απεικονισθείτε learn. |
|
Simple past-Infinitive | απεικονιστεί & απεικονισθεί learn. |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | απεικονιζόμουν & απεικονιζόμουνα oral. | απεικονιζόμασταν & απεικονιζόμαστε |
2nd | απεικονιζόσουν & απεικονιζόσουνα oral. | απεικονιζόσασταν & απεικονιζόσαστε oral. |
3rd | απεικονιζόταν & απεικονιζότανε oral. | απεικονίζονταν & απεικονιζόντανε oral. & απεικονιζόντουσαν oral. |
|
Present Perfect-Participle | απεικονισμένος |
Synonyms - Antonyms
απεικονίζω v.
- S: εικονίζω, παριστάνω1, αναπαριστάνω: Ο πίνακας απεικονίζει τη θεά Αφροδίτη.
- S: καταγράφω2, αποτυπώνω3: Το μυθιστόρημα απεικονίζει την Ελλάδα του μεσοπολέμου.
6 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.