Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
Syllabification
α-ξι-ο-πρε-πής
Morphology
αξιοπρεπής adj.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | αξιοπρεπής | οι | αξιοπρεπείς |
Genitive | του | αξιοπρεπούς | των | αξιοπρεπών |
Accusative | τον | αξιοπρεπή | τους | αξιοπρεπείς |
Vocative | | αξιοπρεπή & αξιοπρεπής | | αξιοπρεπείς |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | αξιοπρεπής | οι | αξιοπρεπείς |
Genitive | της | αξιοπρεπούς | των | αξιοπρεπών |
Accusative | την | αξιοπρεπή | τις | αξιοπρεπείς |
Vocative | | αξιοπρεπή & αξιοπρεπής | | αξιοπρεπείς |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | αξιοπρεπές | τα | αξιοπρεπή |
Genitive | του | αξιοπρεπούς | των | αξιοπρεπών |
Accusative | το | αξιοπρεπές | τα | αξιοπρεπή |
Vocative | | αξιοπρεπές | | αξιοπρεπή |
|
αξιοπρεπέστερος adj. comp.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | αξιοπρεπέστερος | οι | αξιοπρεπέστεροι |
Genitive | του | αξιοπρεπέστερου | των | αξιοπρεπέστερων |
Accusative | τον | αξιοπρεπέστερο | τους | αξιοπρεπέστερους |
Vocative | | αξιοπρεπέστερε | | αξιοπρεπέστεροι |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | αξιοπρεπέστερη | οι | αξιοπρεπέστερες |
Genitive | της | αξιοπρεπέστερης | των | αξιοπρεπέστερων |
Accusative | την | αξιοπρεπέστερη | τις | αξιοπρεπέστερες |
Vocative | | αξιοπρεπέστερη | | αξιοπρεπέστερες |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | αξιοπρεπέστερο | τα | αξιοπρεπέστερα |
Genitive | του | αξιοπρεπέστερου | των | αξιοπρεπέστερων |
Accusative | το | αξιοπρεπέστερο | τα | αξιοπρεπέστερα |
Vocative | | αξιοπρεπέστερο | | αξιοπρεπέστερα |
|
αξιοπρεπέστατος adj. sup.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | αξιοπρεπέστατος | οι | αξιοπρεπέστατοι |
Genitive | του | αξιοπρεπέστατου | των | αξιοπρεπέστατων |
Accusative | τον | αξιοπρεπέστατο | τους | αξιοπρεπέστατους |
Vocative | | αξιοπρεπέστατε | | αξιοπρεπέστατοι |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | αξιοπρεπέστατη | οι | αξιοπρεπέστατες |
Genitive | της | αξιοπρεπέστατης | των | αξιοπρεπέστατων |
Accusative | την | αξιοπρεπέστατη | τις | αξιοπρεπέστατες |
Vocative | | αξιοπρεπέστατη | | αξιοπρεπέστατες |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | αξιοπρεπέστατο | τα | αξιοπρεπέστατα |
Genitive | του | αξιοπρεπέστατου | των | αξιοπρεπέστατων |
Accusative | το | αξιοπρεπέστατο | τα | αξιοπρεπέστατα |
Vocative | | αξιοπρεπέστατο | | αξιοπρεπέστατα |
|
Synonyms - Antonyms
αξιοπρεπής adj.
- S: ευπρεπής2 A: αναξιοπρεπής, μικροπρεπής
- S: υπερήφανος1
- S: ικανοποιητικός1: Η παρουσίασή της ήταν αρκετά αξιοπρεπής, αλλά είχε κάποιες ελλείψεις.
Προθήματα - Επιθήματα
αξιο- [aksio]
αξιό- [aksió] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
Προέρχεται από το επίθετο άξιος.
1. Άξιο να συμβεί
Τα επίθετα με το αξιο- δηλώνουν αυτό που αξίζει να έχει ή να πάθει κάποιος. Για παράδειγμα, αξιοσέβαστος είναι όποιος αξίζει να τον σέβονται οι άλλοι, ενώ μια πράξη είναι αξιόποινη όταν πρέπει να τιμωρηθεί.
αξιοζήλευτος, -η, -ο, αξιοθαύμαστος, -η, -ο, αξιοθέατος, -η, -ο, αξιοθρήνητος, -η, -ο, αξιοκατάκριτος, -η, -ο, αξιοκαταφρόνητος, -η, -ο, αξιόλογος, -η, -ο, αξιολύπητος, -η, -ο, αξιόμαχος, -η, -ο, αξιόμεμπτος, -η, -ο, αξιοπερίεργος, -η, -ο, αξιόποινος, -η, -ο, αξιοπρεπής, -ής, -ές, αξιοπρόσεκτος, -η, -ο (σπανιότερα αξιοπρόσεχτος, -η, -ο)
-πρεπ-
Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -πρεπ- δηλώνουν ότι κάτι ταιριάζει ή μοιάζει ως προς κάποια χαρακτηριστικά του με κάτι άλλο.Το συστατικό -πρεπ- προέρχεται από το ρήμα πρέπω (= ταιριάζω). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:
Ουσιαστικά
-πρέπεια [prépia]
Για παράδειγμα, η θηλυπρέπεια είναι η ιδιότητα ενός άνδρα να μοιάζει με γυναίκα στην εμφάνιση ή στη συμπεριφορά· η ευπρέπεια είναι η κοινωνικά ορθή και αποδεκτή εμφάνιση και συμπεριφορά.
ανδροπρέπεια, αξιοπρέπεια, απρέπεια, αρχαιοπρέπεια, δουλοπρέπεια, ελληνοπρέπεια, ευπρέπεια, θηλυπρέπεια, μεγαλοπρέπεια, μικροπρέπεια, σεμνοπρέπεια
Επίθετα
-πρεπής [prepís], -πρεπής, -πρεπές
Για παράδειγμα, ανδροπρεπής είναι η στάση που θεωρείται ότι ταιριάζει σε άνδρα· κάτι είναι μεγαλοπρεπές όταν διακρίνεται για το μέγεθος και τη λαμπρότητά του.
ανδροπρεπής, αξιοπρεπής, απρεπής, αρχαιοπρεπής, βασιλοπρεπής, δουλοπρεπής, ελληνοπρεπής, ευπρεπής, θηλυπρεπής, μεγαλοπρεπής, μικροπρεπής, σεμνοπρεπής
6 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.
✔ Σπανιότερα σχηματίζονται με το αξιο- ρήματα και ουσιαστικά.
αξιοκρατία
αξιολογώ
αξιολόγηση
αξιοποιώ
αξιοποίηση
αξιοπρέπεια