Lexiscope: αντιπαθητικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-ντι-πα-θη-τι-κός

Morphology

αντιπαθητικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαντιπαθητικόςοιαντιπαθητικοί
Genitiveτουαντιπαθητικούτωναντιπαθητικών
Accusativeτοναντιπαθητικότουςαντιπαθητικούς
Vocative αντιπαθητικέ αντιπαθητικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαντιπαθητικήοιαντιπαθητικές
Genitiveτηςαντιπαθητικήςτωναντιπαθητικών
Accusativeτηναντιπαθητικήτιςαντιπαθητικές
Vocative αντιπαθητική αντιπαθητικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαντιπαθητικότααντιπαθητικά
Genitiveτουαντιπαθητικούτωναντιπαθητικών
Accusativeτοαντιπαθητικότααντιπαθητικά
Vocative αντιπαθητικό αντιπαθητικά

αντιπαθητικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαντιπαθητικότεροςοιαντιπαθητικότεροι
Genitiveτουαντιπαθητικότερουτωναντιπαθητικότερων
Accusativeτοναντιπαθητικότεροτουςαντιπαθητικότερους
Vocative αντιπαθητικότερε αντιπαθητικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαντιπαθητικότερηοιαντιπαθητικότερες
Genitiveτηςαντιπαθητικότερηςτωναντιπαθητικότερων
Accusativeτηναντιπαθητικότερητιςαντιπαθητικότερες
Vocative αντιπαθητικότερη αντιπαθητικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαντιπαθητικότεροτααντιπαθητικότερα
Genitiveτουαντιπαθητικότερουτωναντιπαθητικότερων
Accusativeτοαντιπαθητικότεροτααντιπαθητικότερα
Vocative αντιπαθητικότερο αντιπαθητικότερα

αντιπαθητικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαντιπαθητικότατοςοιαντιπαθητικότατοι
Genitiveτουαντιπαθητικότατουτωναντιπαθητικότατων
Accusativeτοναντιπαθητικότατοτουςαντιπαθητικότατους
Vocative αντιπαθητικότατε αντιπαθητικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαντιπαθητικότατηοιαντιπαθητικότατες
Genitiveτηςαντιπαθητικότατηςτωναντιπαθητικότατων
Accusativeτηναντιπαθητικότατητιςαντιπαθητικότατες
Vocative αντιπαθητικότατη αντιπαθητικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαντιπαθητικότατοτααντιπαθητικότατα
Genitiveτουαντιπαθητικότατουτωναντιπαθητικότατων
Accusativeτοαντιπαθητικότατοτααντιπαθητικότατα
Vocative αντιπαθητικότατο αντιπαθητικότατα

Synonyms - Antonyms

αντιπαθητικός adj.

Sαντιπαθής learn, αχώνευτος2 Aσυμπαθητικός1

Προθήματα - Επιθήματα

αντι- [andi]

αντί- [andí] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
αντ- [and] πριν από φωνήεν
ανθ- [anθ] παλαιότερα, πριν από δασυνόμενο φωνήεν

Προέρχεται από την πρόθεση αντί.

1. Αντίθεση ή εχθρική στάση

Το αντι- σχηματίζει επίθετα που δηλώνουν ότι κάτι αντιτίθεται σε κάτι άλλο, το βλάπτει ή το εξουδετερώνει. Για παράδειγμα, μία συνήθεια είναι ανθυγιεινή όταν βλάπτει την υγεία μας, ενώ τα αντικαπνιστικά μέτρα απαγορεύουν το κάπνισμα.

αντηλιακό

ανθελληνικός, -ή, -ό

αντιδικώ

αντιδικία

ανθυγιεινός, -ή, -ό

αντιπαθώ

αντινομία

αντιαγροτικός, -ή, -ό

αντιπάθεια

αντιαεροπορικός, -ή, -ό

αντιαισθητικός, -ή, -ό

αντιακαδημαϊκός, -ή, -ό

αντιαλλεργικός, -ή, -ό

αντιαρματικός, -ή, -ό

αντιβηχικός, -ή, -ό

αντίδικος, -η, -ο (νομ.)

αντικαπνιστικός, -ή, -ό

αντιπαθητικός, -ή, -ό

αντιπαιδαγωγικός, -ή, -ό

αντιπυραυλικός, -ή, -ό

αντισυλληπτικός, -ή, -ό

αντιτρομοκρατικός, -ή, -ό

αντιχαριστικός, -ή, -ό

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το φιλο-* (π.χ. ανθελληνικόςφιλελληνικός).

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(επιστημ.) Το αντι- σχηματίζει και λέξεις του επιστημονικού λεξιλογίου.

αντιβαρύτητα (φυσ.), αντιγόνο (βιολ.), αντικυκλώνας (μετεωρ.), αντιμόνιο (χημ.), αντίστιξη (μουσ.), αντίσωμα (βιολ.), αντιύλη (φυσ.)

ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ: Οι λέξεις που σχηματίζονται με το αντι- σε αυτή τη σημασία συχνά γράφονται με ενωτικό για να τονιστεί η ιδιαίτερη σημασία που δίνει στη λέξη αυτό το αʹ συστατικό (π.χ. αντι-αεροπορικός).

2. Αντικατάσταση ή εξομοίωση

Το αντι- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι μπορεί να πάρει τη θέση κάποιου άλλου πράγματος με τις ίδιες δυνατότητες. Για παράδειγμα, όταν αντιπροσωπεύουμε κάποιον έχουμε δικαίωμα να ενεργούμε αντί για αυτόν, ενώ το αντικλείδι είναι ένα κλειδί ίδιο με αυτό που ανοίγει μια κλειδαριά.

αντίβαρο

αντικαταβολικός, -ή, -ό

αντικαθιστώ

αντίδωρο

αντιπροσωπευτικός, -ή, -ό

αντικαταβάλλω

αντικαταβολή

αντισταθμιστικός, -ή, -ό

αντιπροσωπεύω

αντικατάσταση

αντίστοιχος, -η, -ο

αντισταθμίζω

αντικαταστάτης (θηλ. -τρια)

αντιστοιχώ

αντικλείδι

αντιπαροχή

αντιπροσωπεία

αντιπρόσωπος

αντιστάθμισμα

αντιστοιχία

αντίτιμο

αντωνυμία (γραμμ.)

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Το αντι- σχηματίζει ουσιαστικά που δηλώνουν το δεύτερο σημαντικότερο πρόσωπο σε μια ιεραρχία. Για παράδειγμα, ο αντιπρόεδρος σε ένα κόμμα ή σε έναν οργανισμό είναι το δεύτερο σημαντικότερο πρόσωπο μετά τον πρόεδρο.

ανθυπολοχαγός, ανθυποπλοίαρχος, αντιδήμαρχος, αντιναύαρχος, αντιπλοίαρχος, αντιπρόεδρος, αντιπρύτανης, αντιπτέραρχος, αντιπύραρχος, αντισμήναρχος

3. Αντίδραση ή ανταπόδοση

Το αντι- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν κάτι που γίνεται ως αντίδραση ή ως ανταπόδοση σε κάτι άλλο. Για παράδειγμα, η αντιπρόταση είναι μια αντίθετη, διαφορετική ή συμπληρωματική πρόταση που γίνεται σε απάντηση προηγούμενης πρότασης άλλου συνομιλητή.

ανταπεργία

ανταπαντώ

αντεκδίκηση

αντεκδικούμαι

αντιδιαδήλωση

αντιδρώ

αντίλογος

αντιμιλάω/-ώ

αντιπροσφορά

αντιπροτείνω

αντιπρόταση

αντιφωνώ

αντιχαιρετισμός

αντιχαιρετάω/-ώ

4. Απέναντι

Το αντι- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν, συνήθως μεταφορικά, ότι κάτι βρίσκεται απέναντι από κάτι άλλο, γεγονός που μπορεί να συνεπάγεται αντανάκλαση (π.χ. αντικατοπτρίζω), σύγκριση (π.χ. αντιπαραβάλλω) ή σύγκρουση (π.χ. αντίπαλος, αντιμέτωπος).

αντικατοπτρισμός

αντιμέτωπος, -η, -ο

αντιγράφω

αντίκρυ

αντίκτυπος

αντίπαλος, -η, -ο

αντικατοπτρίζω

αντίπερα

αντίλαλος

αντιλαλώ

αντίποδας

αντιμετωπίζω

αντιπαραβάλλω

αντιπαραθέτω

αντιφεγγίζω

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Το αντι- με την κυριολεκτική σημασία «απέναντι» σχηματίζει κυρίως τοπωνύμια. Για παράδειγμα, η Αντίπαρος λέγεται έτσι γιατί βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την Πάρο.

Αντικύθηρα, Αντίπαξοι, Αντίπαρος, Αντίρριο

Λέξεις με άλλες σημασίες

Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με λέξεις που σχηματίζονται με το ανθο- (από το ουσιαστικό ανθός) όπως ανθόμελο, ανθοκήπιο, ανθόνερο.

-παθ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -παθ- αναφέρονται σε μια κατάσταση κατά την οποία κάποιος παθαίνει κάτι ή δέχεται την επίδραση κάποιου πράγματος.Το συστατικό -παθ- προέρχεται από το ουσιαστικό πάθος. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-παθώ [paθó]

Για παράδειγμα, δεινοπαθεί κανείς όταν υποφέρει διάφορα δεινά, όταν υφίσταται μεγάλες ταλαιπωρίες.

αναξιοπαθώ, αντιπαθώ, δεινοπαθώ, κακοπαθώ, προσπαθώ, συμπαθώ

Ουσιαστικά

-πάθεια [páθia]

Για παράδειγμα, η ηττοπάθεια είναι η στάση του ανθρώπου που φοβάται εκ των προτέρων ότι θα υποστεί ήττα.

αλληλοπάθεια (γραμμ.), αντιπάθεια, απάθεια, αυτοπάθεια (γραμμ.), εγωπάθεια, εμπάθεια, ευπάθεια, ηδυπάθεια, ηττοπάθεια, μυστικοπάθεια, συμπάθεια, τηλεπάθεια, ωραιοπάθεια

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(ιατρ.) Στο ιατρικό λεξιλόγιο, τα ουσιαστικά σε -πάθεια αποτελούν γενική ονομασία παθήσεων που πλήττουν κάποιο μέλος του σώματος. Για παράδειγμα, καρδιοπάθεια ονομάζεται κάθε πάθηση της καρδιάς· η νευροπάθεια είναι κάθε μορφή διαταραχής του νευρικού συστήματος.

αγγειοπάθεια, αδενοπάθεια, αρθροπάθεια, αρτηριοπάθεια, δερματοπάθεια, δισκοπάθεια, εμβρυοπάθεια, καρδιοπάθεια, καρκινοπάθεια, μαστοπάθεια, μυελοπάθεια, μυοπάθεια, νευροπάθεια, νεφροπάθεια, φρενοπάθεια, ψυχοπάθεια

Επίθετα

-παθής [paθís], -παθής, -παθές

Για παράδειγμα, ο εγωπαθής είναι υπερβολικά και παθολογικά εγωιστής· μια σεισμοπαθής περιοχή πλήττεται συχνά από σεισμούς.

απαθής, εγωπαθής, ευπαθής, ηδυπαθής, καρκινοπαθής, μετριοπαθής, μυστικοπαθής, ομοιοπαθής, περιπαθής, πλημμυροπαθής, πολεμοπαθής, πυροπαθής, σεισμοπαθής, συμπαθής, ψυχοπαθής, ωραιοπαθής

✔ Πολλά από αυτά τα επίθετα συνηθίζονται ως ουσιαστικά (π.χ. καρκινοπαθής, σεισμοπαθής, ψυχοπαθής).

-παθητικός [paθitikós], -παθητική, -παθητικό

Για παράδειγμα, όταν κάποιος είναι αντιπαθητικός προκαλεί στους άλλους αντιπάθεια.

αντιπαθητικός, ομοιοπαθητικός, συμπαθητικός, τηλεπαθητικός

-παθος [paθos], -παθη, -παθο

Για παράδειγμα, ένας πολύπαθος λαός έχει περάσει πολλές ταλαιπωρίες.

ερωτόπαθος, κακόπαθος, πολύπαθος

6 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.