Lexiscope: ανομοιογενής

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-νο-μοι-ο-γε-νής

Morphology

ανομοιογενής adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοανομοιογενήςοιανομοιογενείς
Genitiveτουανομοιογενούςτωνανομοιογενών
Accusativeτονανομοιογενήτουςανομοιογενείς
Vocative ανομοιογενή & ανομοιογενής ανομοιογενείς
Feminine
SingularPlural
Nominativeηανομοιογενήςοιανομοιογενείς
Genitiveτηςανομοιογενούςτωνανομοιογενών
Accusativeτηνανομοιογενήτιςανομοιογενείς
Vocative ανομοιογενή & ανομοιογενής ανομοιογενείς
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοανομοιογενέςταανομοιογενή
Genitiveτουανομοιογενούςτωνανομοιογενών
Accusativeτοανομοιογενέςταανομοιογενή
Vocative ανομοιογενές ανομοιογενή

ανομοιογενέστερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοανομοιογενέστεροςοιανομοιογενέστεροι
Genitiveτουανομοιογενέστερουτωνανομοιογενέστερων
Accusativeτονανομοιογενέστεροτουςανομοιογενέστερους
Vocative ανομοιογενέστερε ανομοιογενέστεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηανομοιογενέστερηοιανομοιογενέστερες
Genitiveτηςανομοιογενέστερηςτωνανομοιογενέστερων
Accusativeτηνανομοιογενέστερητιςανομοιογενέστερες
Vocative ανομοιογενέστερη ανομοιογενέστερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοανομοιογενέστεροταανομοιογενέστερα
Genitiveτουανομοιογενέστερουτωνανομοιογενέστερων
Accusativeτοανομοιογενέστεροταανομοιογενέστερα
Vocative ανομοιογενέστερο ανομοιογενέστερα

ανομοιογενέστατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοανομοιογενέστατοςοιανομοιογενέστατοι
Genitiveτουανομοιογενέστατουτωνανομοιογενέστατων
Accusativeτονανομοιογενέστατοτουςανομοιογενέστατους
Vocative ανομοιογενέστατε ανομοιογενέστατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηανομοιογενέστατηοιανομοιογενέστατες
Genitiveτηςανομοιογενέστατηςτωνανομοιογενέστατων
Accusativeτηνανομοιογενέστατητιςανομοιογενέστατες
Vocative ανομοιογενέστατη ανομοιογενέστατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοανομοιογενέστατοταανομοιογενέστατα
Genitiveτουανομοιογενέστατουτωνανομοιογενέστατων
Accusativeτοανομοιογενέστατοταανομοιογενέστατα
Vocative ανομοιογενέστατο ανομοιογενέστατα

Synonyms - Antonyms

ανομοιογενής adj.

Sετερογενής1, ετερόκλητος: ανομοιογενής ομάδα Aομοιογενής


2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.