Lexiscope: αναπτερώνω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-να-πτε-ρώ-νω

Morphology

αναπτερώνω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαναπτερώνωαναπτερώνουμε & αναπτερώνομε dial.
2ndαναπτερώνειςαναπτερώνετε
3rdαναπτερώνειαναπτερώνουν & αναπτερώνουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndαναπτέρωνεαναπτερώνετε
Present-Participleαναπτερώνοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαναπτέρωσααναπτερώσαμε
2ndαναπτέρωσεςαναπτερώσατε
3rdαναπτέρωσεαναπτέρωσαν & αναπτερώσαν oral. & αναπτερώσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαναπτερώσωαναπτερώσουμε & αναπτερώσομε dial.
2ndαναπτερώσειςαναπτερώσετε
3rdαναπτερώσειαναπτερώσουν & αναπτερώσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαναπτέρωσεαναπτερώστε
Simple past-Infinitiveαναπτερώσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαναπτέρωνααναπτερώναμε
2ndαναπτέρωνεςαναπτερώνατε
3rdαναπτέρωνεαναπτέρωναν & αναπτερώναν oral. & αναπτερώνανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαναπτερώνομαιαναπτερωνόμαστε
2ndαναπτερώνεσαιαναπτερώνεστε & αναπτερωνόσαστε oral.
3rdαναπτερώνεταιαναπτερώνονται
Present-Imperative
Plural
2ndαναπτερώνεστε
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαναπτερώθηκααναπτερωθήκαμε
2ndαναπτερώθηκεςαναπτερωθήκατε
3rdαναπτερώθηκεαναπτερώθηκαν & αναπτερωθήκαν oral. & αναπτερωθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαναπτερωθώαναπτερωθούμε
2ndαναπτερωθείςαναπτερωθείτε
3rdαναπτερωθείαναπτερωθούν & αναπτερωθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαναπτερώσουαναπτερωθείτε
Simple past-Infinitiveαναπτερωθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαναπτερωνόμουν & αναπτερωνόμουνα oral. αναπτερωνόμασταν & αναπτερωνόμαστε
2ndαναπτερωνόσουν & αναπτερωνόσουνα oral. αναπτερωνόσασταν & αναπτερωνόσαστε oral.
3rdαναπτερωνόταν & αναπτερωνότανε oral. αναπτερώνονταν & αναπτερωνόντανε oral. & αναπτερωνόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleαναπτερωμένος

Synonyms - Antonyms

αναπτερώνω v.

Sτονώνω2: Η επιτυχία αναπτέρωσε το ηθικό του.


2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.