Lexiscope: αναπαύομαι

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-να-παύ-ο-μαι

Morphology

αναπαύω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαναπαύωαναπαύουμε & αναπαύομε dial.
2ndαναπαύειςαναπαύετε
3rdαναπαύειαναπαύουν & αναπαύουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndανάπαυεαναπαύετε
Present-Participleαναπαύοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stανέπαυσα & ανάπαυσα oral. & ανάπαψα pop. αναπαύσαμε & αναπάψαμε pop.
2ndανέπαυσες & ανάπαυσες oral. & ανάπαψες pop. αναπαύσατε & αναπάψατε pop.
3rdανέπαυσε & ανάπαυσε oral. & ανάπαψε pop. ανέπαυσαν & ανάπαυσαν oral. & αναπάψαν oral. & αναπάψανε oral. & αναπαύσαν oral. & αναπαύσανε oral. & ανάπαψαν pop.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαναπαύσω & αναπάψω pop. αναπαύσουμε & αναπάψομε pop. & αναπάψουμε pop. & αναπαύσομε dial.
2ndαναπαύσεις & αναπάψεις pop. αναπαύσετε & αναπάψετε pop.
3rdαναπαύσει & αναπάψει pop. αναπαύσουν & αναπάψουνε oral. & αναπαύσουνε oral. & αναπάψουν pop.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndανάπαυσε & ανάπαψε pop. αναπαύσετε & αναπαύστε & αναπάψτε pop.
Simple past-Infinitiveαναπαύσει & αναπάψει pop.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stανέπαυα & ανάπαυα oral. αναπαύαμε
2ndανέπαυες & ανάπαυες oral. αναπαύατε
3rdανέπαυε & ανάπαυε oral. ανέπαυαν & ανάπαυαν oral. & αναπαύαν oral. & αναπαύανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαναπαύομαιαναπαυόμαστε
2ndαναπαύεσαιαναπαύεστε & αναπαυόσαστε oral.
3rdαναπαύεταιαναπαύονται
Present-Imperative
Plural
2ndαναπαύεστε
Present-Participleαναπαυόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαναπαύτηκα & αναπαύθηκα learn. αναπαυτήκαμε & αναπαυθήκαμε learn.
2ndαναπαύτηκες & αναπαύθηκες learn. αναπαυτήκατε & αναπαυθήκατε learn.
3rdαναπαύτηκε & αναπαύθηκε learn. αναπαύτηκαν & αναπαυθήκανε learn. & αναπαύθηκαν learn. & αναπαυτήκαν oral. & αναπαυτήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαναπαυτώ & αναπαυθώ learn. αναπαυτούμε & αναπαυθούμε learn.
2ndαναπαυτείς & αναπαυθείς learn. αναπαυτείτε & αναπαυθείτε learn.
3rdαναπαυτεί & αναπαυθεί learn. αναπαυτούν & αναπαυθούν learn. & αναπαυθούνε learn. & αναπαυτούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαναπαύσου & αναπάψου pop. αναπαυτείτε & αναπαυθείτε learn.
Simple past-Infinitiveαναπαυτεί & αναπαυθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαναπαυόμουν & αναπαυόμουνα oral. αναπαυόμασταν & αναπαυόμαστε
2ndαναπαυόσουν & αναπαυόσουνα oral. αναπαυόσασταν & αναπαυόσαστε oral.
3rdαναπαυόταν & αναπαυότανε oral. αναπαύονταν & αναπαυόντανε oral. & αναπαυόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleαναπαυμένος

Synonyms - Antonyms

αναπαύω v.

Sξεκουράζω: Πρέπει να αναπαύσει λίγο το κορμί του. Aκουράζω1

αναπαύομαι

Sησυχάζω3, ξαποσταίνω pop.+lit.

αναπαύεται

Sείναι θαμμένος: Αναπαύεται στον τόπο που γεννήθηκε.

αναπαύτηκε

Sπέθανε


6 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.