Lexiscope: ανακατωσούρα

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-να-κα-τω-σού-ρα

Morphology

ανακατωσιάρης adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοανακατωσιάρης & ανακατωσούρηςοιανακατωσιάρηδες & ανακατωσούρηδες
Genitiveτουανακατωσιάρη & ανακατωσούρητωνανακατωσιάρηδων & ανακατωσούρηδων
Accusativeτονανακατωσιάρη & ανακατωσούρητουςανακατωσιάρηδες & ανακατωσούρηδες
Vocative ανακατωσιάρη & ανακατωσούρη ανακατωσιάρηδες & ανακατωσούρηδες
Feminine
SingularPlural
Nominativeηανακατωσιάρα & ανακατωσούραοιανακατωσιάρες & ανακατωσούρες
Genitiveτηςανακατωσιάρας & ανακατωσούρας---
Accusativeτηνανακατωσιάρα & ανακατωσούρατιςανακατωσιάρες & ανακατωσούρες
Vocative ανακατωσιάρα & ανακατωσούρα ανακατωσιάρες & ανακατωσούρες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοανακατωσιάρικο & ανακατωσούρικοταανακατωσιάρικα & ανακατωσούρικα
Genitiveτουανακατωσιάρικου & ανακατωσούρικουτωνανακατωσιάρικων & ανακατωσούρικων
Accusativeτοανακατωσιάρικο & ανακατωσούρικοταανακατωσιάρικα & ανακατωσούρικα
Vocative ανακατωσιάρικο & ανακατωσούρικο ανακατωσιάρικα & ανακατωσούρικα

ανακατωσούρα n. fem.

SingularPlural
Nominativeηανακατωσούραοιανακατωσούρες
Genitiveτηςανακατωσούρας---
Accusativeτηνανακατωσούρατιςανακατωσούρες
Vocative ανακατωσούρα ανακατωσούρες

Synonyms - Antonyms

ανακατωσούρα n.

  1. Sαλαλούμ oral, κομφούζιο oral, χάος3
  2. Sαναστάτωση1, αναταραχή, αναμπουμπούλα oral
  3. Sαναγούλα oral, ανακάτεμα3, ναυτία1: Το φαγητό μού έφερε ανακατωσούρα.

6 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.