Lexiscope: αναθεματισμένος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-να-θε-μα-τι-σμέ-νος

Morphology

αναθεματίζω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαναθεματίζωαναθεματίζουμε & αναθεματίζομε dial.
2ndαναθεματίζειςαναθεματίζετε
3rdαναθεματίζειαναθεματίζουν & αναθεματίζουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndαναθεμάτιζεαναθεματίζετε
Present-Participleαναθεματίζοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαναθεμάτισααναθεματίσαμε
2ndαναθεμάτισεςαναθεματίσατε
3rdαναθεμάτισεαναθεμάτισαν & αναθεματίσαν oral. & αναθεματίσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαναθεματίσωαναθεματίσουμε & αναθεματίσομε dial.
2ndαναθεματίσειςαναθεματίσετε
3rdαναθεματίσειαναθεματίσουν & αναθεματίσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαναθεμάτισεαναθεματίσετε & αναθεματίστε
Simple past-Infinitiveαναθεματίσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαναθεμάτιζααναθεματίζαμε
2ndαναθεμάτιζεςαναθεματίζατε
3rdαναθεμάτιζεαναθεμάτιζαν & αναθεματίζαν oral. & αναθεματίζανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαναθεματίζομαιαναθεματιζόμαστε
2ndαναθεματίζεσαιαναθεματίζεστε & αναθεματιζόσαστε oral.
3rdαναθεματίζεταιαναθεματίζονται
Present-Imperative
Plural
2ndαναθεματίζεστε
Present-Participleαναθεματιζόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαναθεματίστηκααναθεματιστήκαμε
2ndαναθεματίστηκεςαναθεματιστήκατε
3rdαναθεματίστηκεαναθεματίστηκαν & αναθεματιστήκαν oral. & αναθεματιστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαναθεματιστώαναθεματιστούμε
2ndαναθεματιστείςαναθεματιστείτε
3rdαναθεματιστείαναθεματιστούν & αναθεματιστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαναθεματίσουαναθεματιστείτε
Simple past-Infinitiveαναθεματιστεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαναθεματιζόμουν & αναθεματιζόμουνα oral. αναθεματιζόμασταν & αναθεματιζόμαστε
2ndαναθεματιζόσουν & αναθεματιζόσουνα oral. αναθεματιζόσασταν & αναθεματιζόσαστε oral.
3rdαναθεματιζόταν & αναθεματιζότανε oral. αναθεματίζονταν & αναθεματιζόντανε oral. & αναθεματιζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleαναθεματισμένος

αναθεματισμένος pp. pass. pnp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαναθεματισμένοςοιαναθεματισμένοι
Genitiveτουαναθεματισμένουτωναναθεματισμένων
Accusativeτοναναθεματισμένοτουςαναθεματισμένους
Vocative αναθεματισμένε αναθεματισμένοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαναθεματισμένηοιαναθεματισμένες
Genitiveτηςαναθεματισμένηςτωναναθεματισμένων
Accusativeτηναναθεματισμένητιςαναθεματισμένες
Vocative αναθεματισμένη αναθεματισμένες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαναθεματισμένοτααναθεματισμένα
Genitiveτουαναθεματισμένουτωναναθεματισμένων
Accusativeτοαναθεματισμένοτααναθεματισμένα
Vocative αναθεματισμένο αναθεματισμένα

Synonyms - Antonyms

αναθεματισμένος adj.

Sκαταραμένος, άτιμος3 oral: Αυτό το αναθεματισμένο το αυτοκίνητο πάλι έμεινε στο δρόμο.


αναθεματίζω v.

  1. Sαφορίζω: Η εκκλησία τον αναθεμάτισε.
  2. Sκαταριέμαι2, βλαστημάω2: Αναθεματίζω την ώρα και τη στιγμή. Aευλογώ1

8 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.