Lexiscope: αναδεικνύω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-να-δει-κνύ-ω

Morphology

αναδεικνύω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαναδεικνύωαναδεικνύουμε & αναδεικνύομε dial.
2ndαναδεικνύειςαναδεικνύετε
3rdαναδεικνύειαναδεικνύουν & αναδεικνύουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndαναδείκνυεαναδεικνύετε
Present-Participleαναδεικνύοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stανέδειξα & ανάδειξα oral. αναδείξαμε
2ndανέδειξες & ανάδειξες oral. αναδείξατε
3rdανέδειξε & ανάδειξε oral. ανέδειξαν & ανάδειξαν oral. & αναδείξανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαναδείξωαναδείξουμε & αναδείξομε dial.
2ndαναδείξειςαναδείξετε
3rdαναδείξειαναδείξουν & αναδείξουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndανάδειξεαναδείξετε & αναδείξτε
Simple past-Infinitiveαναδείξει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαναδείκνυα & ανεδείκνυα learn. αναδεικνύαμε
2ndαναδείκνυες & ανεδείκνυες learn. αναδεικνύατε
3rdαναδείκνυε & ανεδείκνυε learn. αναδείκνυαν & ανεδείκνυαν learn. & αναδεικνύανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαναδεικνύομαιαναδεικνυόμαστε
2ndαναδεικνύεσαιαναδεικνύεστε & αναδεικνυόσαστε oral.
3rdαναδεικνύεταιαναδεικνύονται
Present-Imperative
Plural
2ndαναδεικνύεστε
Present-Participleαναδεικνυόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαναδείχτηκα & αναδείχθηκα learn. αναδειχτήκαμε & αναδειχθήκαμε learn.
2ndαναδείχτηκες & αναδείχθηκες learn. αναδειχτήκατε & αναδειχθήκατε learn.
3rdαναδείχτηκε & αναδείχθηκε learn. αναδείχτηκαν & αναδείχθηκαν learn. & αναδειχθήκανε learn. & αναδειχτήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαναδειχτώ & αναδειχθώ learn. αναδειχτούμε & αναδειχθούμε learn.
2ndαναδειχτείς & αναδειχθείς learn. αναδειχτείτε & αναδειχθείτε learn.
3rdαναδειχτεί & αναδειχθεί learn. αναδειχτούν & αναδειχθούν learn. & αναδειχθούνε learn. & αναδειχτούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαναδείξουαναδειχτείτε & αναδειχθείτε learn.
Simple past-Infinitiveαναδειχτεί & αναδειχθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαναδεικνυόμουν & αναδεικνυόμουνα oral. αναδεικνυόμασταν & αναδεικνυόμαστε
2ndαναδεικνυόσουν & αναδεικνυόσουνα oral. αναδεικνυόσασταν & αναδεικνυόσαστε oral.
3rdαναδεικνυόταν & αναδεικνυότανε oral. αναδεικνύονταν & αναδεικνυόντανε oral. & αναδεικνυόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleαναδειγμένος

Synonyms - Antonyms

αναδεικνύω & αναδείχνω v.

  1. Sτονίζω3, προβάλλω6: Το φόρεμα αναδεικνύει τη σιλουέτα της.
  2. Sκαταξιώνω: Οι επιστημονικές του έρευνες τον ανέδειξαν παγκοσμίως.
  3. Sεκλέγω1, βγάζω8: Οι εκλογές στη Βουλή θα αναδείξουν τον πρόεδρο της Δημοκρατίας.

5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.