Lexiscope: αναγκάζω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-να-γκά-ζω

Morphology

αναγκάζω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαναγκάζωαναγκάζουμε & αναγκάζομε dial.
2ndαναγκάζειςαναγκάζετε
3rdαναγκάζειαναγκάζουν & αναγκάζουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndανάγκαζεαναγκάζετε
Present-Participleαναγκάζοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stανάγκασααναγκάσαμε
2ndανάγκασεςαναγκάσατε
3rdανάγκασεανάγκασαν & αναγκάσαν oral. & αναγκάσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαναγκάσωαναγκάσουμε & αναγκάσομε dial.
2ndαναγκάσειςαναγκάσετε
3rdαναγκάσειαναγκάσουν & αναγκάσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndανάγκασεαναγκάστε
Simple past-Infinitiveαναγκάσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stανάγκαζααναγκάζαμε
2ndανάγκαζεςαναγκάζατε
3rdανάγκαζεανάγκαζαν & αναγκάζαν oral. & αναγκάζανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαναγκάζομαιαναγκαζόμαστε
2ndαναγκάζεσαιαναγκάζεστε & αναγκαζόσαστε oral.
3rdαναγκάζεταιαναγκάζονται
Present-Imperative
Plural
2ndαναγκάζεστε
Present-Participleαναγκαζόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαναγκάστηκα & αναγκάσθηκα learn. αναγκαστήκαμε & αναγκασθήκαμε learn.
2ndαναγκάστηκες & αναγκάσθηκες learn. αναγκαστήκατε & αναγκασθήκατε learn.
3rdαναγκάστηκε & αναγκάσθηκε learn. αναγκάστηκαν & αναγκάσθηκαν learn. & αναγκαστήκαν oral. & αναγκαστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαναγκαστώ & αναγκασθώ learn. αναγκαστούμε & αναγκασθούμε learn.
2ndαναγκαστείς & αναγκασθείς learn. αναγκαστείτε & αναγκασθείτε learn.
3rdαναγκαστεί & αναγκασθεί learn. αναγκαστούν & αναγκασθούν learn. & αναγκασθούνε learn. & αναγκαστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαναγκάσουαναγκαστείτε & αναγκασθείτε learn.
Simple past-Infinitiveαναγκαστεί & αναγκασθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαναγκαζόμουν & αναγκαζόμουνα oral. αναγκαζόμασταν & αναγκαζόμαστε
2ndαναγκαζόσουν & αναγκαζόσουνα oral. αναγκαζόσασταν & αναγκαζόσαστε oral.
3rdαναγκαζόταν & αναγκαζότανε oral. αναγκάζονταν & αναγκαζόντανε oral. & αναγκαζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleαναγκασμένος

Synonyms - Antonyms

αναγκάζω v.

Sυποχρεώνω, πιέζω6, επιβάλλω2: Μη με αναγκάζεις να κάνω κάτι που δε θέλω.


3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.