Lexiscope: αμετακίνητος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-με-τα-κί-νη-τος

Morphology

αμετακίνητος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαμετακίνητοςοιαμετακίνητοι
Genitiveτουαμετακίνητουτωναμετακίνητων
Accusativeτοναμετακίνητοτουςαμετακίνητους
Vocative αμετακίνητε αμετακίνητοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαμετακίνητηοιαμετακίνητες
Genitiveτηςαμετακίνητηςτωναμετακίνητων
Accusativeτηναμετακίνητητιςαμετακίνητες
Vocative αμετακίνητη αμετακίνητες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαμετακίνητοτααμετακίνητα
Genitiveτουαμετακίνητουτωναμετακίνητων
Accusativeτοαμετακίνητοτααμετακίνητα
Vocative αμετακίνητο αμετακίνητα

Synonyms - Antonyms

αμετακίνητος adj.

  1. Sακούνητος, ακίνητος1, ασάλευτος1, αμετάθετος: αμετακίνητος βράχος Aμετακινούμενος
  2. Sσταθερός2, ακλόνητος3: Έμειναν αμετακίνητοι στις απόψεις τους.

Προθήματα - Επιθήματα

α- [a] (γνωστό και ως α στερητικό)

ά- [á] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
αν- [an] και άν- [án] πριν από φωνήεν
αρ- [ar] και άρ- [ár] πριν από /ρ/
ανα- [ana] και ανά- [aná] μερικές φορές πριν από σύμφωνο
ανε- [ane] και ανέ- [ané] σπάνια
ανη- [ani] και ανή- [aní] σπάνια

Προέρχεται από το αρχαίο στερητικό πρόθημα α-.

1. Αντίθεση

Το α- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν το αντίθετο από αυτό που δηλώνει το βʹ συστατικό. Για παράδειγμα, κάτι άνοστο δεν είναι νόστιμο.

αβεβαιότητα

αβάσιμος, -η, -ο

αδιαθετώ

αδιαθεσία

αβέβαιος, -η, -ο

αδικώ

αδιαφάνεια

άγονος, -η, -ο

αδυνατώ

αδιαφορία

άγραφος, -η, -ο

αθετώ

αδικία

αδιάθετος, -η, -ο

ανησυχώ

αμάθεια

αδιάκοπος, -η, -ο

απειθώ

αναλφαβητισμός

αδιαφανής, -ής, -ές

απιστώ

ανησυχία

αδιάφορος, -η, -ο

αρρωσταίνω

ανοσία

άδικος, -η, -ο

ασεβώ

απάθεια

αδύνατος, -η, -ο

ασθενώ

απιστία

άθραυστος, -η, -ο

αστοχώ

αρρώστια

αμαθής, -ής, -ές

ατροφώ

ασέβεια

άμαχος, -η, -ο

ατυχώ

ασθένεια

αναλφάβητος, -η, -ο

αστοχία

ανάξιος, -α, -ο

ατροφία

ανεπίσημος, -η, -ο

ατυχία

ανήσυχος, -η, -ο

άνοστος, -η, -ο

απαθής, -ής, -ές

άπιστος, -η, -ο

άρρωστος, -η, -ο

ασεβής, -ής, -ές

ασθενής, -ής, -ές

άστοχος, -η, -ο

άτυχος, -η, -ο

✔ Το α- συνδυάζεται συχνά με ρηματικά επίθετα (π.χ. ψητός, βραστός, γνωστός) για να σχηματίσει το αντίθετό τους (π.χ. ά-ψητος, ά-βραστος, ά-γνωστος).

αβαθμολόγητος, -η, -ο, αβοήθητος, -η, -ο, άβραστος, -η, -ο, άγνωστος, -η, -ο, αδιαμέτρητος, -η, -ο, αδιαπαιδαγώγητος, -η, -ο, αδιευθέτητος, -η, -ο, αδικαιολόγητος, -η, -ο, ακίνητος, -η, -ο, αμετακίνητος, -η, -ο, αμέτρητος, -η, -ο, αξύριστος, -η, -ο, απλήρωτος, -η, -ο, άπλυτος, -η, -ο, άψητος, -η, -ο

✔ Επίθετα με αʹ συστατικό α- εμφανίζονται σε φράσεις με ομόρριζο ουσιαστικό οι οποίες δηλώνουν ότι αυτό που εκφράζει το ουσιαστικό δεν ισχύει στην πραγματικότητα.

βίος αβίωτος, γάμος άγαμος, δώρο άδωρο

⇨ Για λέξεις που δηλώνουν αντίθεση βλ. και ξε-*.

2. Έλλειψη, στέρηση

Ορισμένες λέξεις με το α- δηλώνουν ότι μια ιδιότητα δεν υπάρχει καθόλου ή ότι μια κατάσταση δεν ισχύει. Για παράδειγμα, κάποιος είναι ανίκανος όταν δε διαθέτει ικανότητες σε συγκεκριμένο τομέα, ενώ η αναρχία είναι η έλλειψη τάξης.

αδυναμία

αδύναμος, -η, -ο

αναβροχιά

ανάλατος, -η, -ο

ανανδρία

άνανδρος, -η, -ο

αναρχία

άναρχος, -η, -ο

ανασφάλεια

ανασφαλής, -ής, -ές

ανεντιμότητα

ανέντιμος, -η, -ο

ανεργία

άνεργος, -η, -ο

ανευθυνότητα

ανεύθυνος, -η, -ο

ανικανότητα

ανίκανος, -η, -ο

αχαριστία

άνυδρος, -η, -ο

απένταρος, -η, -ο

άπορος, -η, -ο

άτοκος, -η, -ο

αχάριστος, -η, -ο

✔ Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση ανάμεσα στο άνεργος (= αυτός που παρά τη θέλησή του δεν εργάζεται) και άεργος (= αυτός που δεν εργάζεται από επιλογή). Και τα δύο σχηματίζονται με το στερητικό α-.

▶ Σπανιότερα, το στερητικό α- απαντά και ως ανε- (π.χ. ανε-πρόκοπος) ή ανη- (π.χ. ανή-μπορος) όταν το βʹ συστατικό αρχίζει με σύμφωνο, αναλογικά προς λέξεις που αρχίζουν με /ε/ και /η/ αντίστοιχα.

Λέξεις με άλλες σημασίες

Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το αʹ συστατικό ανα-* σε λέξεις όπως ανα-δρομικός, ανα-δύομαι, ανα-ζητώ.

μετα- [meta]

μετά- [metá] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
μετ- [met] και μέτ- [mét] πριν από φωνήεν
μεθ- [meθ] και μέθ- [méθ] παλαιότερα, πριν από δασυνόμενο φωνήεν

Προέρχεται από την πρόθεση μετά.

1. Αλλαγή θέσης

Το μετα- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν τη διαδικασία κατά την οποία ένα πρόσωπο ή πράγμα μεταφέρεται σε νέα θέση. Για παράδειγμα, όταν μετακομίζουμε μεταφέρουμε τα πράγματά μας σε άλλο σπίτι, ενώ η μεταμόσχευση νεφρού είναι η χειρουργική επέμβαση με την οποία αφαιρείται ο νεφρός από έναν οργανισμό και τοποθετείται ως μόσχευμα σε έναν άλλο.

μετάγγιση

μεταγγίζω

μετάθεση

μεταθέτω

μετακίνηση

μετακινώ

μετακόμιση

μετακομίζω

μεταμόσχευση

μεταμοσχεύω

μεταστέγαση

μεταστεγάζω

μετατόπιση

μετατοπίζω

μεταφορά

μεταφέρω

μεταφύτευση

μεταφυτεύω

μετεπιβίβαση

μετεπιβιβάζω

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(ιατρ.) Στο λεξιλόγιο της ανατομίας, το μετα- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν διπλανή θέση σε σχέση με ένα όργανο.

μεταθώρακας, μετακάρπιο, μετατάρσιο

2. Αλλαγή κατάστασης

Το μετα- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν τη διαδικασία κατά την οποία ένα πρόσωπο ή πράγμα μεταβάλλεται και βρίσκεται σε νέα κατάσταση ή αποκτά νέα μορφή. Για παράδειγμα, όταν κανείς μετονομάζει μια εταιρεία, τότε αλλάζει το αρχικό όνομά της και της δίνει ένα άλλο· η μεταγλώττιση μιας ταινίας είναι η αλλαγή της αρχικής γλώσσας των διαλόγων σε μια άλλη γλώσσα με τη χρήση τεχνικών μέσων.

μεταβολή

μεταβάλλω

μεταγλώττιση

μεταγλωττίζω

μεταμόρφωση

μεταμορφώνω

μεταμφίεση

μεταμφιέζω

μεταρρύθμιση

μεταρρυθμίζω

μετασχηματισμός

μετασχηματίζω

μετατροπή

μετατρέπω

μετάφραση

μεταφράζω

μετονομασία

μετονομάζω

μετωνυμία (γλωσσ.)

3. Μετά από κάτι

Το μετα- σχηματίζει επίθετα που δηλώνουν ότι κάτι γίνεται αργότερα, μετά από κάτι άλλο που λαμβάνεται ως χρονικό όριο. Για παράδειγμα, το μεταπτυχιακό είναι το πρόγραμμα σπουδών που μπορεί κανείς να παρακολουθήσει μετά την απόκτηση του πτυχίου του· τα μεθεόρτια είναι οι εκδηλώσεις που ακολουθούν μετά την κύρια μέρα της γιορτής.

μετασεισμός

μεθαυριανός, -ή, -ό

μεθαύριο

μεθεόρτιος, -α, -ο

μεταβιομηχανικός, -ή, -ό

μεταβυζαντινός, -ή, -ό

μεταδικτατορικός, -ή, -ό

μεταθανάτιος, -α, -ο

μεταμεσονύκτιος, -α, -ο

μεταπολεμικός, -ή, -ό

μεταπτυχιακός, -ή, -ό

μετασεισμικός, -ή, -ό

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(επιστημ., καλλιτ., φιλοσοφ.) Στο επιστημονικό, φιλοσοφικό και καλλιτεχνικό λεξιλόγιο, το μετα- σχηματίζει λέξεις (συνήθως ουσιαστικά σε -ισμός* και τα αντίστοιχα επίθετα) που αναφέρονται σε μια νέα τάση η οποία αμφισβητεί και υπερβαίνει την ήδη υπάρχουσα. Για παράδειγμα, ο μεταμοντερνισμός στη ζωγραφική προτείνει πρωτότυπους συνδυασμούς μοντέρνων και κλασικών στοιχείων με στόχο τον εντυπωσιασμό.

μεταθετικισμός

μετακλασικός, -ή, -ό

μετακλασικισμός

μεταμοντέρνος, -α, -ο

μεταμοντερνισμός

μετασουρεαλισμός

⇨ Για λέξεις με παρόμοια σημασία βλ. νεο-* (π.χ. νεοκλασικισμός).

4. Θεωρία της επιστήμης

(επιστημ.) Το μετα- σχηματίζει λέξεις του επιστημονικού λεξιλογίου που δηλώνουν ένα σύνολο θεωριών, όρων ή μέσων με τα οποία εξετάζεται ένα αντικείμενο ή μια ολόκληρη επιστήμη. Για παράδειγμα, η μεταγλώσσα είναι το ειδικό λεξιλόγιο που χρησιμοποιούμε για να μιλήσουμε για τη γλώσσα· η μεταθεωρία είναι ένα σύνολο τρόπων με τους οποίους εξετάζουμε και συγκρίνουμε θεωρίες.

μεταγλώσσα, μεταδεδομένα, μεταθεωρία, μεταλεξικογραφία, μεταλογική, μεταλογοτεχνία, μεταπολιτική, μεταφυσική, μεταψυχιατρική, μεταψυχολογία

-κινη-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -κινη- αναφέρονται στον τρόπο κίνησης ενός σώματος.Το συστατικό -κινη- προέρχεται από το ρήμα κινώ. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ουσιαστικά

-κινησία [k̃inisía]

Για παράδειγμα, η ακινησία είναι η έλλειψη κίνησης, η δυσκινησία είναι η δυσκολία στην κίνηση.

αεικινησία, ακινησία, δυσκινησία, ευκινησία, ευσυγκινησία, τηλεκινησία, υπερκινησία (ιατρ.), υποκινησία (ιατρ.)

Επίθετα

-κινητικός [k̃initikós], -κινητική, -κινητικό

Για παράδειγμα, ο υπερκινητικός παρουσιάζει υπερβολική κινητικότητα.

αισθητικοκινητικός, αυτοκινητικός, μουσικοκινητικός, οπτικοκινητικός, παρακινητικός (< παρακινώ), συγκινητικός (< συγκινώ), υπερκινητικός, υποκινητικός (< υποκινώ), ψυχοκινητικός

✔ Το επίθετο αυτοκινητικός αναφέρεται στο αυτοκίνητο (π.χ. αυτοκινητικό δυστύχημα) και το επίθετο αυτοκινητιστικός αναφέρεται στον αυτοκινητιστή (π.χ. αυτοκινητιστική λέσχη). Στην καθημερινή γλωσσική πρακτική όμως έχει επικρατήσει η φράση αυτοκινητιστικό ατύχημα/δυστύχημα.

-κίνητος [k̃ínitos], -κίνητη, -κίνητο

Για παράδειγμα, ο γοργοκίνητος κινείται γρήγορα (γοργά), ενώ ο υδροκίνητος κινείται με τη δύναμη του νερού.

αεικίνητος, ακίνητος, αμετακίνητος, αργοκίνητος, ασυγκίνητος, ατμοκίνητος, αυτοκίνητος, βενζινοκίνητος, ετεροκίνητος, ευκίνητος, ευσυγκίνητος, μηχανοκίνητος, ντιζελοκίνητος, πετρελαιοκίνητος, πυραυλοκίνητος, υγραεριοκίνητος, χειροκίνητος

✔ Από αυτά τα επίθετα το αυτοκίνητο συνηθίζεται ως ουσιαστικό.


2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.