Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
α-κρό-πρω-ρο
ακρόπρωρο n. neut.
|
ακρόπρωρο n.
S: φιγούρα3 oral
ακρο- [akro]
ακρό- [akró] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
Με την πρώτη σημασία προέρχεται από το ουσιαστικό άκρη και με τη δεύτερη σημασία από το ουσιαστικό άκρο.
1. Στην άκρη
Το ακρο- σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στην άκρη, στο τέρμα ή στην κορυφή κάποιου πράγματος. Για παράδειγμα, η ακροποταμιά είναι η άκρη του ποταμού, ενώ το ακροκέραμο είναι διακοσμητικό κεραμίδι που τοποθετείται στις άκρες μιας στέγης.
ακροβλάσταρο | ακρογωνιαίος, -α, -ο | ακροβολίζομαι | ακροβολιστί |
ακροβολισμός | ακροδεξιός, -ά, -ό | ακροθιγώς | |
ακρογιαλιά | ακροτελεύτιος, -α, -ο | ||
ακροδάχτυλο | |||
ακροθαλασσιά | |||
ακροκέραμο | |||
ακρόκλαδο | |||
ακρολίμανο | |||
ακρολιμνιά | |||
ακροποταμιά | |||
ακρόπρωρο | |||
ακροφοβία |
2. Σχέση με τα άκρα του σώματος
Το ακρο- σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στα άκρα του ανθρώπινου σώματος. Για παράδειγμα, ακροπατάω σημαίνει ότι περπατάω αθόρυβα στις άκρες των ποδιών μου. Χρησιμοποιείται και στο ιατρικό λεξιλόγιο για παθήσεις που αφορούν τα άκρα.
ακροβασία | ακροβατικός, -ή, -ό | ακροβατώ |
ακροβάτης (θηλ. -ισσα) | ακροπατάω/-ώ | |
ακροκεφαλία (ιατρ.) | ||
ακρομεγαλία (ιατρ.) |
▶ Λέξεις όπως ακρόαση, ακροατής, ακροατήριο, ακροάζομαι, ακροαματικός ανάγονται στο αρχαίο ρήμα ακροώμαι (από τη φράση άκρον ους, που σήμαινε «τεντώνω τα αυτιά μου για να ακούσω»).
7 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.
✔ Το επίθετο ακρογωνιαίος απαντάται κυρίως στη φράση ακρογωνιαίος λίθος (= βάση, θεμέλιο, στήριγμα).
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
•Σπανιότερα, το ακρο- αναφέρεται στα αρχικά γράμματα των λέξεων.