Lexiscope: ακομπανιάρω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-κο-μπα-νιά-ρω

Morphology

ακομπανιάρω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stακομπανιάρωακομπανιάρουμε & ακομπανιάρομε dial.
2ndακομπάνιαρε & ακομπανιάρειςακομπανιάρετε
3rdακομπανιάρειακομπανιάρουν & ακομπανιάρουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndακομπάνιαρε & ακομπανιάριζεακομπανιάρετε
Present-Participleακομπανιάροντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stακομπάνιαρα & ακομπανιάρισαακομπανιάραμε
2ndακομπάνιαρε & ακομπάνιαρες & ακομπανιάρισεςακομπανιάρατε & ακομπανιάρετε
3rdακομπάνιαρε & ακομπανιάρισεακομπάνιαραν & ακομπανιάρισαν & ακομπανιάραν oral. & ακομπανιάρανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stακομπανιάρωακομπανιάρουμε & ακομπανιάρομε dial.
2ndακομπανιάρειςακομπανιάρετε
3rdακομπανιάρειακομπανιάρουν & ακομπανιάρουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndακομπάνιαρε & ακομπανιάρισεακομπανιάρετε
Simple past-Infinitiveακομπανιάρει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stακομπάνιαρα & ακομπανιάριζαακομπανιάραμε
2ndακομπάνιαρες & ακομπανιάριζεςακομπανιάρατε
3rdακομπάνιαρε & ακομπανιάριζεακομπάνιαραν & ακομπανιάριζαν & ακομπανιάρονταν & ακομπανιάραν oral. & ακομπανιάρανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stακομπανιάρομαιακομπανιαριζόμαστε
2ndακομπανιάρεσαιακομπανιάρεστε & ακομπανιαριζόσαστε oral.
3rdακομπανιάρεταιακομπανιάρονται
Present-Imperative
Plural
2ndακομπανιάρεστε
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stακομπανιαρίστηκαακομπανιαριστήκαμε
2ndακομπανιαρίστηκεςακομπανιαριστήκατε
3rdακομπανιαρίστηκεακομπανιαρίστηκαν & ακομπανιαριστήκαν oral. & ακομπανιαριστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stακομπανιαριστώακομπανιαριστούμε
2ndακομπανιαριστείςακομπανιαριστείτε
3rdακομπανιαριστείακομπανιαριστούν & ακομπανιαριστούνε oral.
Simple past-Imperative
Plural
2ndακομπανιαριστείτε
Simple past-Infinitiveακομπανιαριστεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stακομπανιαριζόμουν & ακομπανιαριζόμουνα oral. ακομπανιαριζόμασταν & ακομπανιαριζόμαστε
2ndακομπανιαριζόσουν & ακομπανιαριζόσουνα oral. ακομπανιαριζόσασταν & ακομπανιαριζόσαστε oral.
3rdακομπανιαριζόταν & ακομπανιαριζότανε oral. ακομπανιαρίζονταν & ακομπανιαριζόντανε oral. & ακομπανιαριζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleακομπανιαρισμένος

Synonyms - Antonyms

ακομπανιάρω v. MUS.

Sσυνοδεύω3: Ακομπανιάρει με την κιθάρα του την τραγουδίστρια.


7 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.