Lexiscope: ακολουθεί

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-κο-λου-θεί

Morphology

ακολουθώ v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stακολουθώ & ακολουθάω oral. ακολουθάμε & ακολουθούμε
2ndακολουθάς & ακολουθείςακολουθάτε & ακολουθείτε
3rdακολουθά & ακολουθεί & ακολουθάει oral. ακολουθούν & ακολουθάν oral. & ακολουθάνε oral. & ακολουθούνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndακολούθα oral. & ακολούθαγε oral. ακολουθάτε & ακολουθείτε
Present-Participleακολουθώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stακολούθησαακολουθήσαμε
2ndακολούθησεςακολουθήσατε
3rdακολούθησεακολούθησαν & ακολουθήσαν oral. & ακολουθήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stακολουθήσωακολουθήσουμε & ακολουθήσομε dial.
2ndακολουθήσειςακολουθήσετε
3rdακολουθήσειακολουθήσουν & ακολουθήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndακολούθησε & ακολούθα oral. ακολουθήσετε & ακολουθήστε
Simple past-Infinitiveακολουθήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stακολουθούσα & ακολούθαγα oral. ακολουθούσαμε & ακολουθάγαμε oral.
2ndακολουθούσες & ακολούθαγες oral. ακολουθούσατε & ακολουθάγατε oral.
3rdακολουθούσε & ακολούθαγε oral. ακολουθούσαν & ακολουθάγαν oral. & ακολουθάγανε oral. & ακολουθούσανε oral. & ακολούθαγαν oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stακολουθιέμαι & ακολουθούμαιακολουθιόμαστε & ακολουθούμαστε oral.
2ndακολουθείσαι & ακολουθιέσαιακολουθείστε & ακολουθιέστε & ακολουθιόσαστε oral.
3rdακολουθείται & ακολουθιέταιακολουθιούνται & ακολουθούνται & ακολουθιόνται oral.
Present-Imperative
Plural
2ndακολουθείστε & ακολουθιέστε
Present-Participleακολουθούμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stακολουθήθηκαακολουθηθήκαμε
2ndακολουθήθηκεςακολουθηθήκατε
3rdακολουθήθηκεακολουθήθηκαν & ακολουθηθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stακολουθηθώακολουθηθούμε
2ndακολουθηθείςακολουθηθείτε
3rdακολουθηθείακολουθηθούν & ακολουθηθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndακολουθήσουακολουθηθείτε
Simple past-Infinitiveακολουθηθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stακολουθιόμουν & ακολουθιόμουνα oral. & ακολουθούμουν oral. ακολουθιόμασταν & ακολουθιόμαστε & ακολουθούμασταν oral. & ακολουθούμαστε oral.
2ndακολουθιόσουν & ακολουθιόσουνα oral. ακολουθιόσασταν & ακολουθιόσαστε oral.
3rdακολουθιόταν & ακολουθείτο learn. & ακολουθιότανε oral. & ακολουθούνταν oral. ακολουθιούνταν & ακολουθιόνταν & ακολουθούντο learn. & ακολουθιόντανε oral. & ακολουθιόντουσαν oral. & ακολουθούνταν oral.
Present Perfect-Participleακολουθημένος

Synonyms - Antonyms

ακολουθώ v.

  1. Sπαίρνω από πίσω
  2. Sέπομαι learn, έρχομαι4 Aπροηγούμαι1
  3. Sσυνοδεύω1: Τον πρωθυπουργό ακολουθούν οι υπουργοί.
  4. Sτηρώ3, εφαρμόζω3, εκτελώ2: Ακολουθείτε τις οδηγίες χρήσης.

ακολουθεί

  1. Sεπέρχεται1 learn, επακολουθεί: Μετά την οικονομική κρίση θα ακολουθήσει ανάκαμψη.
  2. Sδιαδέχεται: Την ξηρασία ακολουθεί λειψυδρία.

2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.