Lexiscope: αιμοθώρακας

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

αι-μο-θώ-ρα-κας

Morphology

αιμοθώρακας n. masc.

SingularPlural
Nominativeοαιμοθώρακαςοιαιμοθώρακες
Genitiveτουαιμοθώρακατωναιμοθωράκων
Accusativeτοναιμοθώρακατουςαιμοθώρακες
Vocative αιμοθώρακα αιμοθώρακες

Προθήματα - Επιθήματα

αιμο- [emo]

αιμό- [emó-] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από το ουσιαστικό αίμα.

1. Σχέση με το αίμα

Το αιμο- σχηματίζει λέξεις που έχουν σχέση με το αίμα. Για παράδειγμα, ο αιμοχαρής χαίρεται με τη θέα του αίματος (του αρέσει δηλαδή να χύνεται αίμα, να σκοτώνονται άνθρωποι ή ζώα).

αιμοδοσία

αιμοβόρος, -α, -ο

αιμορραγώ

αιμοδότης (θηλ. -τρια)

αιμοδιψής, -ής, -ές

αιμολήπτης (θηλ. -τρια)

αιμοδοτικός, -ή, -ό

αιμοληψία

αιμομεικτικός, -ή, -ό

αιμομείκτης (θηλ. -τρια)

αιμορραγικός, -ή, -ό

αιμομειξία

αιμοχαρής, -ής, -ές

αιμορραγία

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(ιατρ.) Στο ιατρικό λεξιλόγιο, το αιμο- σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στο αίμα. Για παράδειγμα, όταν κάποιος κάνει αιμόπτυση φτύνει αίμα, συνήθως λόγω πάθησης ή τραυματισμού.

αιμοθώρακας

αιμολυτικός, -ή, -ό

αιμοκάθαρση

αιμοστατικός, -ή, -ό

αιμόλυση

αιμοφιλικός, -ή, -ό

αιμοπετάλια

αιμοφόρος, -α, -ο (κυρίως στη φράση αιμοφόρα αγγεία)

αιμόπτυση

αιμορροΐδα

αιμοσφαιρίνη

αιμοσφαίριο

αιμοφιλία / αιμορροφιλία

αιμοχρωμάτωση

⇨ Από το ουσιαστικό αίμα έχει σχηματιστεί και το αʹ συστατικό αιματο-*.


2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.