Lexiscope: αθλητικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-θλη-τι-κός

Morphology

αθλητικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαθλητικόςοιαθλητικοί
Genitiveτουαθλητικούτωναθλητικών
Accusativeτοναθλητικότουςαθλητικούς
Vocative αθλητικέ αθλητικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαθλητικήοιαθλητικές
Genitiveτηςαθλητικήςτωναθλητικών
Accusativeτηναθλητικήτιςαθλητικές
Vocative αθλητική αθλητικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαθλητικότααθλητικά
Genitiveτουαθλητικούτωναθλητικών
Accusativeτοαθλητικότααθλητικά
Vocative αθλητικό αθλητικά

αθλητικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαθλητικότεροςοιαθλητικότεροι
Genitiveτουαθλητικότερουτωναθλητικότερων
Accusativeτοναθλητικότεροτουςαθλητικότερους
Vocative αθλητικότερε αθλητικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαθλητικότερηοιαθλητικότερες
Genitiveτηςαθλητικότερηςτωναθλητικότερων
Accusativeτηναθλητικότερητιςαθλητικότερες
Vocative αθλητικότερη αθλητικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαθλητικότεροτααθλητικότερα
Genitiveτουαθλητικότερουτωναθλητικότερων
Accusativeτοαθλητικότεροτααθλητικότερα
Vocative αθλητικότερο αθλητικότερα

αθλητικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαθλητικότατοςοιαθλητικότατοι
Genitiveτουαθλητικότατουτωναθλητικότατων
Accusativeτοναθλητικότατοτουςαθλητικότατους
Vocative αθλητικότατε αθλητικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαθλητικότατηοιαθλητικότατες
Genitiveτηςαθλητικότατηςτωναθλητικότατων
Accusativeτηναθλητικότατητιςαθλητικότατες
Vocative αθλητικότατη αθλητικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαθλητικότατοτααθλητικότατα
Genitiveτουαθλητικότατουτωναθλητικότατων
Accusativeτοαθλητικότατοτααθλητικότατα
Vocative αθλητικότατο αθλητικότατα

Synonyms - Antonyms

αθλητικός adj.

Sγυμνασμένος, γεροδεμένος


3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.