Lexiscope: αειθαλής

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-ει-θα-λής

Morphology

αειθαλής adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαειθαλήςοιαειθαλείς
Genitiveτουαειθαλούςτωναειθαλών
Accusativeτοναειθαλήτουςαειθαλείς
Vocative αειθαλή & αειθαλής αειθαλείς
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαειθαλήςοιαειθαλείς
Genitiveτηςαειθαλούςτωναειθαλών
Accusativeτηναειθαλήτιςαειθαλείς
Vocative αειθαλή & αειθαλής αειθαλείς
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαειθαλέςτααειθαλή
Genitiveτουαειθαλούςτωναειθαλών
Accusativeτοαειθαλέςτααειθαλή
Vocative αειθαλές αειθαλή

Synonyms - Antonyms

αειθαλής adj.

  1. Aφυλλοβόλος: αειθαλή δέντρα
  2. Sαγέραστος, ακμαίος2, θαλερός2: Παραμένει αειθαλής, παρά τη μεγάλη του ηλικία.

Προθήματα - Επιθήματα

αει- [ai]

αεί- [aí] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από το αρχαίο επίρρημα αεί (= πάντα).

1. Μόνιμη διάρκεια

Το αει- είναι λόγιας προέλευσης και σχηματίζει λέξεις (κυρίως επίθετα) που δηλώνουν ότι μία ιδιότητα ή κατάσταση είναι σταθερή, διαρκής, μόνιμη. Για παράδειγμα, κάποιος που έχει πεθάνει λέγεται αείμνηστος όταν αξίζει να τον θυμόμαστε (συνήθως για τα έργα και τις πράξεις του).

αεικινησία

αειθαλής, -ής, -ές

αειφορία

αεικίνητος, -η, -ο

αείμνηστος, -η, -ο

αειφόρος, -ος, -ο

✔ Η φράση αειφόρος ανάπτυξη δηλώνει την οικονομική ανάπτυξη που σέβεται το περιβάλλον και επομένως είναι πιο μακροπρόθεσμη και αποδοτική.

✔ Το ουσιαστικό Αειπάρθενος αναφέρεται στην Παναγία.


2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.