Lexiscope: αγκυροβολώ

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-γκυ-ρο-βο-λώ

Morphology

αγκυροβολώ v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαγκυροβολώ & αγκυροβολάω oral. αγκυροβολάμε & αγκυροβολούμε
2ndαγκυροβολάς & αγκυροβολείςαγκυροβολάτε & αγκυροβολείτε
3rdαγκυροβολά & αγκυροβολεί & αγκυροβολάει oral. αγκυροβολούν & αγκυροβολάν oral. & αγκυροβολάνε oral. & αγκυροβολούνε oral.
Present-Imperative
Plural
2ndαγκυροβολάτε & αγκυροβολείτε
Present-Participleαγκυροβολώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαγκυροβόλησααγκυροβολήσαμε
2ndαγκυροβόλησεςαγκυροβολήσατε
3rdαγκυροβόλησεαγκυροβόλησαν & αγκυροβολήσαν oral. & αγκυροβολήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαγκυροβολήσωαγκυροβολήσουμε & αγκυροβολήσομε dial.
2ndαγκυροβολήσειςαγκυροβολήσετε
3rdαγκυροβολήσειαγκυροβολήσουν & αγκυροβολήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαγκυροβόλησεαγκυροβολήσετε & αγκυροβολήστε
Simple past-Infinitiveαγκυροβολήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαγκυροβολούσααγκυροβολούσαμε
2ndαγκυροβολούσεςαγκυροβολούσατε
3rdαγκυροβολούσεαγκυροβολούσαν & αγκυροβολούσανε oral.
PASSIVE VOICE
Present Perfect-Participleαγκυροβολημένος

Synonyms - Antonyms

αγκυροβολώ v.

S: ρίχνω άγκυρα, αράζω1

αγκυροβολεί

Sαράζει, προσορμίζεται, ελλιμενίζεται learn: Τα καράβια έχουν αγκυροβολήσει λόγω των θυελλωδών ανέμων.

Προθήματα - Επιθήματα

-βολ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -βολ- αναφέρονται στη ρίψη ενός αντικειμένου ή στην εξάπλωση ενός φαινομένου.Το συστατικό -βολ- προέρχεται από το αρχαίο ρήμα βάλλω (= πετάω, ρίχνω). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-βολάω [voláo]

Στον καθημερινό λόγο, το -βολάω σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μια πράξη γίνεται σε έντονο βαθμό. Για παράδειγμα, λέμε ειρωνικά για μια πολύτεκνη γυναίκα ότι γεννοβολάει συνέχεια.

γεννοβολάω, γυρνοβολάω, μοσχοβολάω, ξερνοβολάω, φεγγοβολάω

-βολώ [voló]

Για παράδειγμα, λέμε ότι κάτι ακτινοβολεί όταν εκπέμπει ακτίνες φωτός.

αγκυροβολώ, ακτινοβολώ, ηχοβολώ (σπάνιο), κεραυνοβολώ, λιθοβολώ, πετροβολώ (και προφ. πετροβολάω), πυροβολώ (και προφ. πυροβολάω), ριζοβολώ (και προφ. ριζοβολάω), φυλλοβολεί (για δέντρο), χιονοβολώ

Ουσιαστικά

-βόληση [vólisi]

Για παράδειγμα, η αγκυροβόληση είναι η πράξη κατά την οποία ένα καράβι ρίχνει άγκυρα· η ακτινοβόληση είναι η έκθεση ενός σώματος σε ακτινοβολία.

αγκυροβόληση, ακτινοβόληση, κεραυνοβόληση, λιθοβόληση

-βολητό [volitó]

Πρόκειται για λέξεις του καθημερινού λεξιλογίου. Για παράδειγμα, το ποδοβολητό είναι ο θόρυβος που κάνουν πολλά πόδια που τρέχουν μαζί.

μοσχοβολητό, πετροβολητό, ποδοβολητό, πυροβολητό

-βολία [volía]

Για παράδειγμα, η τοξοβολία είναι το άθλημα κατά το οποίο ρίχνουμε βέλη με τόξο.

αγκυροβολία, ακτινοβολία, αμφιβολία, δισκοβολία, πετροβολία, σκοποβολία, σπινθηροβολία, σφαιροβολία, σφυροβολία, ταχυβολία, φεγγοβολία, φυλλοβολία, φωτοβολία

✔ Η λέξη αμφιβολία (= αβεβαιότητα, ενδοιασμός, επιφύλαξη) είχε αρχικά τη σημασία «επίθεση από δύο μεριές».

-βόλος [vólos]

(αθλητ.) Για παράδειγμα, ο δισκοβόλος είναι ο αθλητής της δισκοβολίας.

δισκοβόλος, σκοποβόλος, σφαιροβόλος, σφυροβόλος, τοξοβόλος

Επίθετα

-βολικός [volikós], -βολική, -βολικό

Για παράδειγμα, όταν κάτι είναι υπερβολικό ξεπερνάει το κανονικό ή το συνηθισμένο, γίνεται ή λέγεται με υπερβολή.

αναβολικός, αντιπαραβολικός, παραβολικός, προκαταβολικός, πυροβολικός, συμβολικός, υπερβολικός

-βόλος [vólos], -βόλος/-βόλα, -βόλο

Για παράδειγμα, τα φυλλοβόλα δέντρα ρίχνουν τα φύλλα τους το χειμώνα· κεραυνοβόλος είναι ο ξαφνικός και πολύ δυνατός έρωτας.

αεροβόλος, ακτινοβόλος, αστραποβόλος, εκηβόλος (για όπλο, που ρίχνει μακριά), κεραυνοβόλος, μυροβόλος, πυροβόλος, σπινθηροβόλος, ταχυβόλος, φλογοβόλος, φυλλοβόλος, φωτοβόλος

✔ Πολλά από αυτά τα επίθετα έχουν μετατραπεί σε ουσιαστικά (π.χ. πυροβόλο, ταχυβόλο, φλογοβόλο).


1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.