Lexiscope: ήμερος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ή-με-ρος

Morphology

ήμερος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοήμεροςοιήμεροι
Genitiveτουήμερουτωνήμερων
Accusativeτονήμεροτουςήμερους
Vocative ήμερε ήμεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηήμερηοιήμερες
Genitiveτηςήμερηςτωνήμερων
Accusativeτηνήμερητιςήμερες
Vocative ήμερη ήμερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοήμεροταήμερα
Genitiveτουήμερουτωνήμερων
Accusativeτοήμεροταήμερα
Vocative ήμερο ήμερα

ημερότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοημερότεροςοιημερότεροι
Genitiveτουημερότερουτωνημερότερων
Accusativeτονημερότεροτουςημερότερους
Vocative ημερότερε ημερότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηημερότερηοιημερότερες
Genitiveτηςημερότερηςτωνημερότερων
Accusativeτηνημερότερητιςημερότερες
Vocative ημερότερη ημερότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοημερότεροταημερότερα
Genitiveτουημερότερουτωνημερότερων
Accusativeτοημερότεροταημερότερα
Vocative ημερότερο ημερότερα

ημερότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοημερότατοςοιημερότατοι
Genitiveτουημερότατουτωνημερότατων
Accusativeτονημερότατοτουςημερότατους
Vocative ημερότατε ημερότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηημερότατηοιημερότατες
Genitiveτηςημερότατηςτωνημερότατων
Accusativeτηνημερότατητιςημερότατες
Vocative ημερότατη ημερότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοημερότατοταημερότατα
Genitiveτουημερότατουτωνημερότατων
Accusativeτοημερότατοταημερότατα
Vocative ημερότατο ημερότατα

Synonyms - Antonyms

ήμερος adj.

  1. Sεξημερωμένος: ήμερα ζώα Aάγριος1
  2. Sκαλλιεργημένος1, κηπευτικός, φυτευτός1: ήμερες τριανταφυλλιές Aαυτοφυής
  3. Sπράος: ήμερα ανθρωπάκια

2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.