Λεξισκόπιο: ώριμος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ώ-ρι-μος

Μορφολογία

ώριμος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοώριμοςοιώριμοι
Γενικήτουώριμουτωνώριμων
Αιτιατικήτοώριμοτουςώριμους
Κλητική ώριμε ώριμοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηώριμηοιώριμες
Γενικήτηςώριμηςτωνώριμων
Αιτιατικήτηώριμητιςώριμες
Κλητική ώριμη ώριμες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοώριμοταώριμα
Γενικήτουώριμουτωνώριμων
Αιτιατικήτοώριμοταώριμα
Κλητική ώριμο ώριμα

ωριμότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοωριμότεροςοιωριμότεροι
Γενικήτουωριμότερουτωνωριμότερων
Αιτιατικήτοωριμότεροτουςωριμότερους
Κλητική ωριμότερε ωριμότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηωριμότερηοιωριμότερες
Γενικήτηςωριμότερηςτωνωριμότερων
Αιτιατικήτηωριμότερητιςωριμότερες
Κλητική ωριμότερη ωριμότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοωριμότεροταωριμότερα
Γενικήτουωριμότερουτωνωριμότερων
Αιτιατικήτοωριμότεροταωριμότερα
Κλητική ωριμότερο ωριμότερα

ωριμότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοωριμότατοςοιωριμότατοι
Γενικήτουωριμότατουτωνωριμότατων
Αιτιατικήτοωριμότατοτουςωριμότατους
Κλητική ωριμότατε ωριμότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηωριμότατηοιωριμότατες
Γενικήτηςωριμότατηςτωνωριμότατων
Αιτιατικήτηωριμότατητιςωριμότατες
Κλητική ωριμότατη ωριμότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοωριμότατοταωριμότατα
Γενικήτουωριμότατουτωνωριμότατων
Αιτιατικήτοωριμότατοταωριμότατα
Κλητική ωριμότατο ωριμότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

ώριμος επίθ.

  1. Σγινωμένος, μεστός2, μεστωμένος: ώριμα μήλα Ααγίνωτος, άγουρος
  2. Σκατασταλαγμένος, συγκροτημένος2, ολοκληρωμένος2: ώριμα άτομα Αανώριμος
  3. Σκατάλληλος4, πρόσφορος: συνθήκες ώριμες για πόλεμο

6 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.