Λεξισκόπιο: ψυχραίνει

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ψυ-χραί-νει

Μορφολογία

ψυχραίνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψυχραίνωψυχραίνουμε & ψυχραίνομε διαλ.
Βψυχραίνειςψυχραίνετε
Γψυχραίνειψυχραίνουν & ψυχραίνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βψύχραινεψυχραίνετε
Ενεστώτας-Μετοχήψυχραίνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψύχραναψυχράναμε
Βψύχρανεςψυχράνατε
Γψύχρανεψύχραναν & ψυχράναν προφ. & ψυχράνανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψυχράνωψυχράνουμε & ψυχράνομε διαλ.
Βψυχράνειςψυχράνετε
Γψυχράνειψυχράνουν & ψυχράνουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βψύχρανεψυχράνετε
Αόριστος-Απαρέμφατοψυχράνει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψύχραιναψυχραίναμε
Βψύχραινεςψυχραίνατε
Γψύχραινεψύχραιναν & ψυχραίναν προφ. & ψυχραίνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψυχραίνομαιψυχραινόμαστε
Βψυχραίνεσαιψυχραίνεστε & ψυχραινόσαστε προφ.
Γψυχραίνεταιψυχραίνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βψυχραίνεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψυχράθηκα & ψυχράνθηκαψυχραθήκαμε & ψυχρανθήκαμε
Βψυχράθηκες & ψυχράνθηκεςψυχραθήκατε & ψυχρανθήκατε
Γψυχράθηκε & ψυχράνθηκεψυχράθηκαν & ψυχράνθηκαν & ψυχραθήκαν προφ. & ψυχραθήκανε προφ. & ψυχρανθήκαν προφ. & ψυχρανθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψυχραθώ & ψυχρανθώψυχραθούμε & ψυχρανθούμε
Βψυχραθείς & ψυχρανθείςψυχραθείτε & ψυχρανθείτε
Γψυχραθεί & ψυχρανθείψυχραθούν & ψυχρανθούν & ψυχραθούνε προφ. & ψυχρανθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βψυχράνσου & ψυχράσουψυχραθείτε & ψυχρανθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοψυχραθεί & ψυχρανθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψυχραινόμουν & ψυχραινόμουνα προφ. ψυχραινόμασταν & ψυχραινόμαστε
Βψυχραινόσουν & ψυχραινόσουνα προφ. ψυχραινόσασταν & ψυχραινόσαστε προφ.
Γψυχραινόταν & ψυχραινότανε προφ. ψυχραίνονταν & ψυχραινόντανε προφ. & ψυχραινόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήψυχραμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ψυχραίνω ρήμ.

Σκρυώνω3, ψύχω1 λόγ. Αθερμαίνω1, ζεσταίνω

ψυχραίνει

Σκρυώνει2: Είχε αρχίσει να ψυχραίνει ο καιρός. Αζεσταίνει


7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.