Λεξισκόπιο: ψάλλω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ψάλ-λω

Μορφολογία

ψάλλω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψάλλωψάλλουμε & ψάλλομε διαλ.
Βψάλλειςψάλλετε
Γψάλλειψάλλουν & ψάλλουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βψάλλεψάλλετε
Ενεστώτας-Μετοχήψάλλοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέψαλαψάλαμε
Βέψαλεςψάλατε
Γέψαλεέψαλαν & ψάλαν προφ. & ψάλανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψάλωψάλουμε & ψάλομε διαλ.
Βψάλειςψάλετε
Γψάλειψάλουν & ψάλουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βψάλεψάλετε & ψάλτε
Αόριστος-Απαρέμφατοψάλει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέψαλλαψάλλαμε
Βέψαλλεςψάλλατε
Γέψαλλεέψαλλαν & ψάλλαν προφ. & ψάλλανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψάλλομαιψαλλόμαστε
Βψάλλεσαιψάλλεστε & ψαλλόσαστε προφ.
Γψάλλεταιψάλλονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βψάλλεστε
Ενεστώτας-Μετοχήψαλλόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψάλθηκαψαλθήκαμε
Βψάλθηκεςψαλθήκατε
Γψάλθηκε & εψάλη λόγ. ψάλθηκαν & εψάλησαν λόγ. & ψαλθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψαλώψαλούμε
Βψαλείςψαλείτε
Γψαλείψαλούν & ψαλούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
Πληθυντικός
Βψαλείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοψαλεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψαλλόμουν & ψαλλόμουνα προφ. ψαλλόμασταν & ψαλλόμαστε
Βψαλλόσουν & ψαλλόσουνα προφ. ψαλλόσασταν & ψαλλόσαστε προφ.
Γψαλλόταν & ψαλλότανε προφ. ψάλλονταν & ψαλλόντανε προφ. & ψαλλόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήψαλμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ψάλλω ρήμ.

  1. Σψέλνω: Ο παπάς ψάλλει το απολυτίκιο.
  2. Στραγουδάω1, λέω τραγούδι: Τα παιδιά ψάλλουν τα κάλαντα.
  3. Συμνώ, υμνολογώ1: Η λαϊκή μούσα ψάλλει τη χαρά της ζωής.

5 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.