Λεξισκόπιο: χρησιμεύει

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

χρη-σι-μεύ-ει

Μορφολογία

χρησιμεύω ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αχρησιμεύωχρησιμεύουμε & χρησιμεύομε διαλ.
Βχρησιμεύειςχρησιμεύετε
Γχρησιμεύειχρησιμεύουν & χρησιμεύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βχρησίμευεχρησιμεύετε
Ενεστώτας-Μετοχήχρησιμεύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αχρησίμευσα & χρησίμεψα προφ. χρησιμεύσαμε & χρησιμέψαμε προφ.
Βχρησίμευσες & χρησίμεψες προφ. χρησιμεύσατε & χρησιμέψατε προφ.
Γχρησίμευσε & χρησίμεψε προφ. χρησίμευσαν & χρησίμεψαν προφ. & χρησιμέψαν προφ. & χρησιμέψανε προφ. & χρησιμεύσαν προφ. & χρησιμεύσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αχρησιμεύσω & χρησιμέψω προφ. χρησιμεύσουμε & χρησιμέψομε προφ. & χρησιμέψουμε προφ. & χρησιμεύσομε διαλ.
Βχρησιμεύσεις & χρησιμέψεις προφ. χρησιμεύσετε & χρησιμέψετε προφ.
Γχρησιμεύσει & χρησιμέψει προφ. χρησιμεύσουν & χρησιμέψουν προφ. & χρησιμέψουνε προφ. & χρησιμεύσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βχρησίμευσε & χρησίμεψε προφ. χρησιμεύσετε & χρησιμεύστε & χρησιμέψτε προφ. & χρησιμεύτε προφ.
Αόριστος-Απαρέμφατοχρησιμεύσει & χρησιμέψει προφ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αχρησίμευαχρησιμεύαμε
Βχρησίμευεςχρησιμεύατε
Γχρησίμευεχρησίμευαν & χρησιμεύαν προφ. & χρησιμεύανε προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

χρησιμεύει ρήμ.

Σείναι χρήσιμο, ωφελεί, χρειάζεται3: Σε τι θα χρησιμεύσει αυτό στο παιδί μου;


7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.