Λεξισκόπιο: χοντροκαμωμένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

χο-ντρο-κα-μω-μέ-νος

Μορφολογία

χοντροκαμωμένος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοχοντροκαμωμένοςοιχοντροκαμωμένοι
Γενικήτουχοντροκαμωμένουτωνχοντροκαμωμένων
Αιτιατικήτοχοντροκαμωμένοτουςχοντροκαμωμένους
Κλητική χοντροκαμωμένε χοντροκαμωμένοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηχοντροκαμωμένηοιχοντροκαμωμένες
Γενικήτηςχοντροκαμωμένηςτωνχοντροκαμωμένων
Αιτιατικήτηχοντροκαμωμένητιςχοντροκαμωμένες
Κλητική χοντροκαμωμένη χοντροκαμωμένες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοχοντροκαμωμένοταχοντροκαμωμένα
Γενικήτουχοντροκαμωμένουτωνχοντροκαμωμένων
Αιτιατικήτοχοντροκαμωμένοταχοντροκαμωμένα
Κλητική χοντροκαμωμένο χοντροκαμωμένα

Συνώνυμα - Αντίθετα

χοντροκαμωμένος επίθ.

  1. Σχοντροφτιαγμένος Αλεπτοφτιαγμένος
  2. Σχοντροκομμένος2 προφ. Αλεπτοκαμωμένος2

Προθήματα - Επιθήματα

χοντρο- [xondro]

χοντρό- [xondró] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
χοντρ- [xondr] πριν από φωνήεν

Προέρχεται από το επίθετο χοντρός.

1. Μεγάλο πάχος ή μέγεθος

Το χοντρο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι είναι ή γίνεται χοντρό και μεγάλο. Για παράδειγμα, ένα χοντρόφλουδο φρούτο έχει χοντρή φλούδα· το χοντροαλεσμένο σιτάρι έχει αλεστεί σε μεγάλα κομμάτια.

χοντροαλεσμένος, -η, -ο, χοντροκόκαλος, -η, -ο, χοντρόκοκκος, -η, -ο, χοντρόπετσος, -η, -ο, χοντρόφλουδος, -η, -ο

✔ Το επίθετο χοντρόπετσος, -η, -ο χρησιμοποιείται μεταφορικά για κάποιον που δε δείχνει ευαισθησία και λεπτότητα σε κάποια θέματα.

2. Χωρίς λεπτομέρεια

Το χοντρο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν κάτι που έχει γίνει άκομψα και άτεχνα, χωρίς προσοχή στη λεπτομέρεια. Για παράδειγμα, όταν κάτι είναι χοντροκαμωμένο είναι φτιαγμένο χωρίς λεπτομέρεια και προσοχή.

χοντροδουλειά

χοντροκαμωμένος, -η, -ο

χοντροκομμένος, -η, -ο

ΑΝΤ Τα αντίθετα και στις δύο σημασίες σχηματίζονται με το ψιλο-* (π.χ. χοντροκομμένοςψιλοκομμένος) ή με το λεπτο-* (π.χ. χοντρόφλουδοςλεπτόφλουδος).


7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.