Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
φυ-σι-κό
Μορφολογία
φυσικό ουσ. ουδ.
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | φυσικό | τα | φυσικά |
Γενική | του | φυσικού | των | φυσικών |
Αιτιατική | το | φυσικό | τα | φυσικά |
Κλητική | | φυσικό | | φυσικά |
|
φυσικός επίθ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | φυσικός | οι | φυσικοί |
Γενική | του | φυσικού | των | φυσικών |
Αιτιατική | το | φυσικό | τους | φυσικούς |
Κλητική | | φυσικέ | | φυσικοί |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | φυσική | οι | φυσικές |
Γενική | της | φυσικής | των | φυσικών |
Αιτιατική | τη | φυσική | τις | φυσικές |
Κλητική | | φυσική | | φυσικές |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | φυσικό | τα | φυσικά |
Γενική | του | φυσικού | των | φυσικών |
Αιτιατική | το | φυσικό | τα | φυσικά |
Κλητική | | φυσικό | | φυσικά |
|
φυσικότερος επίθ. συγκρ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | φυσικότερος | οι | φυσικότεροι |
Γενική | του | φυσικότερου | των | φυσικότερων |
Αιτιατική | το | φυσικότερο | τους | φυσικότερους |
Κλητική | | φυσικότερε | | φυσικότεροι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | φυσικότερη | οι | φυσικότερες |
Γενική | της | φυσικότερης | των | φυσικότερων |
Αιτιατική | τη | φυσικότερη | τις | φυσικότερες |
Κλητική | | φυσικότερη | | φυσικότερες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | φυσικότερο | τα | φυσικότερα |
Γενική | του | φυσικότερου | των | φυσικότερων |
Αιτιατική | το | φυσικότερο | τα | φυσικότερα |
Κλητική | | φυσικότερο | | φυσικότερα |
|
φυσικότατος επίθ. υπερθ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | φυσικότατος | οι | φυσικότατοι |
Γενική | του | φυσικότατου | των | φυσικότατων |
Αιτιατική | το | φυσικότατο | τους | φυσικότατους |
Κλητική | | φυσικότατε | | φυσικότατοι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | φυσικότατη | οι | φυσικότατες |
Γενική | της | φυσικότατης | των | φυσικότατων |
Αιτιατική | τη | φυσικότατη | τις | φυσικότατες |
Κλητική | | φυσικότατη | | φυσικότατες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | φυσικότατο | τα | φυσικότατα |
Γενική | του | φυσικότατου | των | φυσικότατων |
Αιτιατική | το | φυσικότατο | τα | φυσικότατα |
Κλητική | | φυσικότατο | | φυσικότατα |
|
Συνώνυμα - Αντίθετα
φυσικό ουσ.
- Σ: συνήθεια1, συνήθειο προφ.
- Σ: χαρακτήρας, φύση3
φυσικός επίθ.
- Σ: σωματικός: φυσική δύναμη Α: πνευματικός
- Σ: εκ γενετής: φυσικό χρώμα μαλλιών Α: ψεύτικος5
- Σ: βιολογικός2: φυσική μητέρα Α: θετός1
- Α: τεχνητός1, κατασκευασμένος: φυσικό λιμάνι
- Σ: οργανικός1 Α: χημικός
- Σ: φυσιολογικός, κανονικός4, ομαλός2: φυσική εξέλιξη Α: αφύσικος1
- Σ: ειλικρινής3, αληθινός3, αυθόρμητος: φυσική καλοσύνη Α: προσποιητός
9 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.