Λεξισκόπιο: φούμαρα

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

φού-μα-ρα

Μορφολογία

φουμάρω ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφουμάρωφουμάρουμε & φουμάρομε διαλ.
Βφουμάρειςφουμάρετε
Γφουμάρειφουμάρουν & φουμάρουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βφουμάριζε & φούμαρεφουμάρετε
Ενεστώτας-Μετοχήφουμάροντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφουμάρισα & φούμαραφουμάραμε
Βφουμάρισες & φούμαρεςφουμάρατε
Γφουμάρισε & φούμαρεφουμάρισαν & φούμαραν & φουμάραν προφ. & φουμάρανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφουμάρωφουμάρουμε & φουμάρομε διαλ.
Βφουμάρειςφουμάρετε
Γφουμάρειφουμάρουν & φουμάρουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βφουμάρισε & φούμαρεφουμάρετε
Αόριστος-Απαρέμφατοφουμάρει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφουμάριζα & φούμαραφουμάραμε
Βφουμάριζες & φούμαρεςφουμάρατε
Γφουμάριζε & φούμαρεφουμάριζαν & φούμαραν & φουμάραν προφ. & φουμάρανε προφ.

φούμαρο ουσ. ουδ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοφούμαροταφούμαρα
Γενικήτουφούμαρουτωνφούμαρων
Αιτιατικήτοφούμαροταφούμαρα
Κλητική φούμαρο φούμαρα

Συνώνυμα - Αντίθετα

φουμάρω ρήμ. λαϊκ.

Σκαπνίζω1


φούμαρα ουσ. προφ.

Σαερολογία, κενολογία λόγ., άρες μάρες προφ., φούσκες, σαπουνόφουσκες προφ.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.