Λεξισκόπιο: φουσκώνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

φου-σκώ-νω

Μορφολογία

φουσκώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφουσκώνωφουσκώνουμε & φουσκώνομε διαλ.
Βφουσκώνειςφουσκώνετε
Γφουσκώνειφουσκώνουν & φουσκώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βφούσκωνεφουσκώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήφουσκώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφούσκωσαφουσκώσαμε
Βφούσκωσεςφουσκώσατε
Γφούσκωσεφούσκωσαν & φουσκώσαν προφ. & φουσκώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφουσκώσωφουσκώσουμε & φουσκώσομε διαλ.
Βφουσκώσειςφουσκώσετε
Γφουσκώσειφουσκώσουν & φουσκώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βφούσκωσεφουσκώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοφουσκώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφούσκωναφουσκώναμε
Βφούσκωνεςφουσκώνατε
Γφούσκωνεφούσκωναν & φουσκώναν προφ. & φουσκώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήφουσκωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

φουσκώνω ρήμ.

  1. Αξεφουσκώνω1: Φούσκωσε το μπαλόνι.
  2. Σδιογκώνω1 λόγ.: φουσκωμένα μάγουλα
  3. Σπρήζομαι: Φούσκωσε το στομάχι μου.
  4. Σλαχανιάζω
  5. Σκορδώνομαι1

φουσκώνει

Σδιογκώνεται λόγ.: Φούσκωσε η ζύμη.

ΕΚΦ: τα φουσκώνω


7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.