Λεξισκόπιο: φουρτουνιασμένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

φουρ-του-νια-σμέ-νος

Μορφολογία

φουρτουνιάζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφουρτουνιάζωφουρτουνιάζουμε & φουρτουνιάζομε διαλ.
Βφουρτουνιάζειςφουρτουνιάζετε
Γφουρτουνιάζειφουρτουνιάζουν & φουρτουνιάζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βφουρτούνιαζεφουρτουνιάζετε
Ενεστώτας-Μετοχήφουρτουνιάζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφουρτούνιασαφουρτουνιάσαμε
Βφουρτούνιασεςφουρτουνιάσατε
Γφουρτούνιασεφουρτούνιασαν & φουρτουνιάσαν προφ. & φουρτουνιάσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφουρτουνιάσωφουρτουνιάσουμε & φουρτουνιάσομε διαλ.
Βφουρτουνιάσειςφουρτουνιάσετε
Γφουρτουνιάσειφουρτουνιάσουν & φουρτουνιάσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βφουρτούνιασεφουρτουνιάστε
Αόριστος-Απαρέμφατοφουρτουνιάσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφουρτούνιαζαφουρτουνιάζαμε
Βφουρτούνιαζεςφουρτουνιάζατε
Γφουρτούνιαζεφουρτούνιαζαν & φουρτουνιάζαν προφ. & φουρτουνιάζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήφουρτουνιασμένος

φουρτουνιασμένος μτχ. παθ. παρακ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοφουρτουνιασμένοςοιφουρτουνιασμένοι
Γενικήτουφουρτουνιασμένουτωνφουρτουνιασμένων
Αιτιατικήτοφουρτουνιασμένοτουςφουρτουνιασμένους
Κλητική φουρτουνιασμένε φουρτουνιασμένοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηφουρτουνιασμένηοιφουρτουνιασμένες
Γενικήτηςφουρτουνιασμένηςτωνφουρτουνιασμένων
Αιτιατικήτηφουρτουνιασμένητιςφουρτουνιασμένες
Κλητική φουρτουνιασμένη φουρτουνιασμένες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοφουρτουνιασμένοταφουρτουνιασμένα
Γενικήτουφουρτουνιασμένουτωνφουρτουνιασμένων
Αιτιατικήτοφουρτουνιασμένοταφουρτουνιασμένα
Κλητική φουρτουνιασμένο φουρτουνιασμένα

Συνώνυμα - Αντίθετα

φουρτουνιασμένος επίθ. προφ.

Στρικυμισμένος1, τρικυμιώδης1 λόγ. Αακύμαντος, γαλήνιος1


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.