Λεξισκόπιο: φασίστας

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

φα-σί-στας

Μορφολογία

φασίστας ουσ. αρσ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοφασίσταςοιφασίστες
Γενικήτουφασίστατωνφασιστών
Αιτιατικήτοφασίστατουςφασίστες
Κλητική φασίστα φασίστες

φασίστρια ουσ. θηλ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηφασίστριαοιφασίστριες
Γενικήτηςφασίστριαςτωνφασιστριών
Αιτιατικήτηφασίστριατιςφασίστριες
Κλητική φασίστρια φασίστριες

φασιστάκι ουσ. ουδ. υποκορ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοφασιστάκιταφασιστάκια
Γενική------
Αιτιατικήτοφασιστάκιταφασιστάκια
Κλητική φασιστάκι φασιστάκια

φασισταράς ουσ. αρσ. μεγεθ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοφασισταράςοιφασισταράδες
Γενικήτουφασισταράτωνφασισταράδων
Αιτιατικήτοφασισταράτουςφασισταράδες
Κλητική φασισταρά φασισταράδες

Συνώνυμα - Αντίθετα

φασίστας ουσ.

  1. Σεθνικοσοσιαλιστής, ναζιστής
  2.  προφ. Σαυταρχικός1, δεσποτικός

Προθήματα - Επιθήματα

-ίστας [ístas] (θηλ. -ίστρια και -ίστα)

Προέρχεται από το ιταλικό -ista, που με τη σειρά του προέρχεται από το λατινικό -ista, από το αρχαιοελληνικό -ιστής.

1. Ενασχόληση με κάτι

Το ίστας σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν το πρόσωπο που επιδίδεται σε κάτι, που ασχολείται επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά με αυτό (συνήθως άθλημα ή μουσική). Για παράδειγμα, ο τενίστας παίζει τένις, η πιανίστρια παίζει πιάνο, ενώ ο τουρίστας κάνει τουρισμό.

ακορντεονίστας, αρσιβαρίστας, βιολοντσελίστας, βολεϊμπολίστας, γραφίστας, κιθαρίστας, μανικιουρίστας, μασίστας, μπασίστας, μπασκετμπολίστας, ντραμίστας, πιανίστας, ραλίστας, ρεσεψιονίστας, σαξοφωνίστας, στιλίστας, τενίστας, τζαζίστας, τουρίστας, φασίστας

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Ορισμένες λέξεις σε -ίστας δηλώνουν αυτόν που διαθέτει ή κατέχει κάτι. Για παράδειγμα, χιουμορίστας είναι αυτός που διαθέτει χιούμορ, νομπελίστας είναι ο κάτοχος βραβείου Νόμπελ.

✔ Το -ίστας συνδυάζεται συνήθως με λέξεις ξένης προέλευσης (π.χ. ρεσεψιονίστας < ρεσεψιόν, ραλίστας < ράλι, τζαζίστας < τζαζ). Σπανιότερα, λέξεις σε -ίστας προέρχονται από πολυλεκτικά σύνθετα ελληνικής ή ξενικής προέλευσης (π.χ. αρσιβαρίστας < άρση βαρών, βολεϊμπολίστας < βόλεϊ μπολ).


6 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.