Λεξισκόπιο: φάνηκα

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

φά-νη-κα

Μορφολογία

φαίνομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφαίνομαιφαινόμαστε
Βφαίνεσαιφαίνεστε & φαινόσαστε προφ.
Γφαίνεταιφαίνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βφαίνεστε
Ενεστώτας-Μετοχήφαινόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφάνηκαφανήκαμε
Βφάνηκεςφανήκατε
Γφάνηκεφάνηκαν & φανήκαν προφ. & φανήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφανώφανούμε
Βφανείςφανείτε
Γφανείφανούν & φανούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
Πληθυντικός
Βφανείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοφανεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφαινόμουν & φαινόμουνα προφ. φαινόμασταν & φαινόμαστε
Βφαινόσουν & φαινόσουνα προφ. φαινόσασταν & φαινόσαστε προφ.
Γφαινόταν & φαινοτάνε προφ. & φαινότανε προφ. φαίνονταν & φαινόντανε προφ. & φαινόντουσαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

φαίνομαι ρήμ.

  1. Σείμαι ορατός, διακρίνομαι1: Φαίνεται ένα φως στην άκρη του δρόμου.
  2. Σεμφανίζομαι1, παρουσιάζομαι1: Έχει καιρό να φανεί.
  3. Σδίνω την εντύπωση, δείχνω5: Μου φαίνεται καλός.

φαίνεται

Σθεωρείται, εκλαμβάνεται λόγ.: Μήπως φανεί ότι τον δουλεύω;

φάνηκα

Σαποδείχθηκα, βγήκα, στάθηκα1: Φάνηκε άξιος εμπιστοσύνης.

μου φαίνεται

Σνομίζω, έχω την εντύπωση


9 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.