Λεξισκόπιο: υπερτροφία

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

υ-περ-τρο-φί-α

Μορφολογία

υπερτροφία ουσ. θηλ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηυπερτροφίαοιυπερτροφίες
Γενικήτηςυπερτροφίαςτωνυπερτροφιών
Αιτιατικήτηνυπερτροφίατιςυπερτροφίες
Κλητική υπερτροφία υπερτροφίες

Συνώνυμα - Αντίθετα

υπερτροφία ουσ.

  1. Συπερσιτισμός
  2.  ΙΑΤΡ. Αατροφία

Προθήματα - Επιθήματα

υπερ- [iper]

υπέρ- [ipér] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από την πρόθεση υπέρ.

1. Υπερβολικός βαθμός

Το υπερ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι υπάρχει ή γίνεται σε υπερβολικό βαθμό, πολύ περισσότερο από το κανονικό, το φυσιολογικό ή το συνηθισμένο. Για παράδειγμα, υπερεκτιμάμε τις δυνάμεις μας όταν θεωρούμε ότι είμαστε πιο ικανοί απ' ό,τι είμαστε στην πραγματικότητα· ένα υπέρογκο ποσό είναι υπερβολικά μεγάλο.

υπεραπλούστευση

υπεραισιόδοξος, -η, -ο

υπεραγαπώ

υπεραφθονία

υπεραυτόματος, -η, -ο

υπεραπλουστεύω

υπερδιέγερση

υπέργηρος, -η, -ο

υπερεκτιμώ

υπερένταση

υπέρλαμπρος, -η, -ο

υπερευχαριστώ

υπερθέρμανση

υπέρογκος, -η, -ο

υπερθερμαίνω

υπερκαταναλωτισμός

υπερπροστατευτικός, -ή, -ό

υπερκαλύπτω

υπερκοστολόγηση

υπερσύγχρονος, -η, -ο

υπερλειτουργώ

υπερλειτουργία

υπερτονίζω

υπερφόρτιση

υπερφορτίζω

υπερφόρτωση

υπερφορτώνω

υπερχρέωση

υπερχρεώνω

ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ: Οι λέξεις που σχηματίζονται με το υπερ- σε αυτή τη σημασία συχνά γράφονται με ενωτικό για να τονιστεί η ιδιαίτερη σημασία που δίνει στη λέξη αυτό το αʹ συστατικό (π.χ. υπερ-αγαπώ, υπερ-κοστολόγηση).

✔ Συχνά οι λέξεις με το υπερ- αποτελούν χαλαρά σύνθετα και προφέρονται με δευτερεύοντα τόνο [ipér] (π.χ. υπεραρκετός [ipérarketós]).

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Το υπερ- συνδυάζεται με ουσιαστικά προκειμένου να δηλώσει επιτατικά κάτι πλούσιο και εντυπωσιακό. Για παράδειγμα, ένα υπερθέαμα είναι ένα φαντασμαγορικό θέαμα στο θέατρο ή στον κινηματογράφο με πλούσια σκηνικά και κοστούμια, μουσική, χορό και πλήθος συντελεστών.

υπεραγορά, υπερεξουσία, υπερεπιθεώρηση, υπερθέαμα, υπερκατάστημα, υπερπαραγωγή

(ιατρ.) Στο λεξιλόγιο της ιατρικής, οι λέξεις με το υπερ- δηλώνουν ότι κάποια λειτουργία ή κάποιο φαινόμενο του οργανισμού συμβαίνει σε βαθμό υψηλότερο από το φυσιολογικό όριο. Για παράδειγμα, η υπέρταση είναι η πολύ υψηλή αρτηριακή πίεση.

υπεραιμία, υπερβιταμίνωση, υπεργλυκαιμία, υπερθερμία, υπερθυρεοειδισμός, υπερίδρωση, υπέρταση, υπερτονία, υπερτροφία

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το υπο-* (π.χ. υπερθερμίαυποθερμία, υπερθυρεοειδισμόςυποθυρεοειδισμός).

(χημ.) Στο λεξιλόγιο της χημείας, οι λέξεις με το υπερ- δηλώνουν μεγαλύτερη από το κανονικό αναλογία σε οξυγόνο.

υπεράλας

υπερανθρακικός, -ή, -ό

υπεροξείδιο

υπερχλωρικός, -ή, -ό

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το υπο-* (π.χ. υπερχλωρικόςυποχλωρικός).

2. Πάνω ή πέρα από κάτι

Το υπερ- σχηματίζει λέξεις που εκφράζουν την έννοια του πάνω, πέρα ή έξω από κάτι. Για παράδειγμα, το υπέρθυρο είναι το πάνω μέρος της πόρτας ή του παραθύρου, υπέργειος είναι ο σιδηρόδρομος που βρίσκεται έξω από τη γη, ενώ ένα υπερατλαντικό ταξίδι γίνεται προς ένα προορισμό που βρίσκεται πέρα από τον Ατλαντικό ωκεανό.

υπέρθυρο

υπεραστικός, -ή, -ό

υπερβαίνω

υπεράνω

υπερπέραν

υπερατλαντικός, -ή, -ό

υπερίπταμαι

υπέργειος, -α, -ο

υπέρκειμαι

υπερπόντιος, -α, -ο

υπερπηδώ

υπερσιβηρικός, -ή, -ό

υπερυψώνω

✔ Πολλές λέξεις με το υπερ- έχουν μεταφορική σημασία.

υπεράνθρωπος

υπερηχητικός, -ή, -ό

υπερβάλλω

υπερεγώ (ψυχολ.)

υπερκομματικός, -ή, -ό

υπερνικώ

υπερρεαλισμός

υπερταξικός, -ή, -ό

υπερώνυμο (γραμμ.)

υπερφυσικός, -ή, -ό

3. Υπεράσπιση, υποστήριξη

Το υπερ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μια ενέργεια γίνεται με στόχο να ενισχυθεί ή να ευνοηθεί κάποιος ή κάτι. Για παράδειγμα, όταν κανείς υπερψηφίζει μια απόφαση ψηφίζει θετικά και υποστηρίζει την πραγματοποίησή της.

υπεράσπιση

υπέρμαχος, -η, -ο

υπεραμύνομαι

υπερασπιστής

υπερασπίζομαι

υπερψήφιση

υπερθεματίζω

υπερψηφίζω

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το κατα-* (π.χ. υπερψηφίζωκαταψηφίζω).

4. Υπεροχή, επικράτηση

Το υπερ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι είναι ανώτερο από κάτι άλλο σε ποιότητα, μέγεθος ή εξουσία. Για παράδειγμα, λέμε ότι στη φύση υπερισχύει πάντα ο πιο δυνατός.

υπερίσχυση

υπερέχω

υπεροχή

υπερισχύω

Λέξεις με άλλες σημασίες

Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το αʹ συστατικό υπ-* σε λέξεις όπως υπ-έρυθρος, υπ-εργολαβία.

-τροφ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -τροφ- αναφέρονται συνήθως στην εκτροφή και αναπαραγωγή ζώων για οικονομική εκμετάλλευση.Tο συστατικό -τροφ- προέρχεται από το ρήμα τρέφω. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-τροφώ [trofó] (σπάνια χρήση)

(ιατρ.) Για παράδειγμα, όταν ένα μέλος του σώματος ατροφεί χάνει σημαντικό μέρος από τον όγκο και τη δύναμή του.

ατροφώ, υπερτροφώ

Ουσιαστικά

-τροφείο [trofío]

Για παράδειγμα, το ιχθυοτροφείο είναι ειδικά διαμορφωμένος χώρος όπου γίνεται συστηματική εκτροφή ψαριών.

εκτροφείο, θηριοτροφείο, ιπποτροφείο, ιχθυοτροφείο, κονικλοτροφείο, μελισσοτροφείο, ορνιθοτροφείο, πτηνοτροφείο, χοιροτροφείο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Κάποιες λέξεις σε -τροφείο δηλώνουν ίδρυμα. Για παράδειγμα, το ορφανοτροφείο είναι ίδρυμα για την περίθαλψη ορφανών παιδιών.

οικοτροφείο, ορφανοτροφείο

✔ Τα αʹ συστατικά των λέξεων αυτών είναι συνήθως λόγιες λέξεις: ιππο-τροφείο (ίππος = άλογο), κονικλο-τροφείο (κόνικλος = κουνέλι), ορνιθο-τροφείο (όρνιθα = κότα), χοιρο-τροφείο (χοίρος = γουρούνι). Το ίδιο ισχύει και για τις υπόλοιπες λέξεις που περιέχουν το συστατικό -τροφ- με τη σημασία «εκτροφή ζώων».

-τροφία [trofía]

Για παράδειγμα, η κτηνοτροφία είναι η συστηματική εκτροφή ζώων με σκοπό την εμπορική τους αξιοποίηση· η υποτροφία είναι ορισμένο ποσό που καταβάλλεται σε τακτά χρονικά διαστήματα σε ένα σπουδαστή για τη συντήρησή του.

αγελαδοτροφία, κτηνοτροφία, μελισσοτροφία, πτηνοτροφία, σηροτροφία, υποτροφία, χοιροτροφία

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(ιατρ.) Το -τροφία σχηματίζει λέξεις του ιατρικού λεξιλογίου που δηλώνουν τη διάπλαση ενός μέλους του σώματος ως προς τη μυϊκή μάζα και τον όγκο του. Για παράδειγμα, η υπερτροφία του ήπατος είναι η υπερβολική ανάπτυξη του όγκου του συκωτιού.

ατροφία, δυστροφία, μυατροφία, υπερτροφία

-τροφος [trofos] (αρσ. και θηλ.)

Για παράδειγμα, δύο άνθρωποι λέγονται σύντροφοι όταν ζουν μαζί και συνδέονται συναισθηματικά.

οικότροφος, σύντροφος, υπότροφος

-τρόφος [trófos]

Για παράδειγμα, ο αγελαδοτρόφος εκτρέφει αγελάδες· ο μελισσοτρόφος ασχολείται συστηματικά με τα μελίσσια.

αγελαδοτρόφος, ιχθυοτρόφος, κτηνοτρόφος, μελισσοτρόφος, πτηνοτρόφος, σηροτρόφος, χοιροτρόφος

Επίθετα

-τροφικός [trofikós], -τροφική, -τροφικό

Για παράδειγμα, κτηνοτροφικός λέγεται ο συνεταιρισμός των κτηνοτρόφων· οι διατροφικές συνήθειες κάποιου σχετίζονται με τη διατροφή του.

αγελαδοτροφικός, διατροφικός, ιχθυοτροφικός, κτηνοτροφικός, μελισσοτροφικός, πτηνοτροφικός, συντροφικός

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(ιατρ.) Στο ιατρικό λεξιλόγιο, τα επίθετα σε -τροφικός αναφέρονται στη μυϊκή μάζα και στον όγκο ενός μέλους του σώματος. Για παράδειγμα, η ατροφική καρδιά είναι υπερβολικά μικρή και αδύναμη.

ατροφικός, υπερτροφικός

-τροφος [trofos], -τροφη, -τροφο

(βιολ.) Στο λεξιλόγιο της βιολογίας, αυτότροφος είναι κάθε οργανισμός που μπορεί να κατασκευάσει μόνος του τις οργανικές ουσίες που χρειάζεται για να τραφεί.

αυτότροφος, ετερότροφος, φωτότροφος, χημειότροφος

3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.