Λεξισκόπιο: τσουχτερός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

τσου-χτε-ρός

Μορφολογία

τσουχτερούτσικος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοτσουχτερούτσικος & τσουχτερόςοιτσουχτεροί & τσουχτερούτσικοι
Γενικήτουτσουχτερού & τσουχτερούτσικουτωντσουχτερούτσικων & τσουχτερών
Αιτιατικήτοντσουχτερούτσικο & τσουχτερότουςτσουχτερούς & τσουχτερούτσικους
Κλητική τσουχτερέ & τσουχτερούτσικε τσουχτεροί & τσουχτερούτσικοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήητσουχτερή & τσουχτερούτσικηοιτσουχτερές & τσουχτερούτσικες
Γενικήτηςτσουχτερής & τσουχτερούτσικηςτωντσουχτερούτσικων & τσουχτερών
Αιτιατικήτηντσουχτερή & τσουχτερούτσικητιςτσουχτερές & τσουχτερούτσικες
Κλητική τσουχτερή & τσουχτερούτσικη τσουχτερές & τσουχτερούτσικες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοτσουχτερούτσικο & τσουχτερότατσουχτερά & τσουχτερούτσικα
Γενικήτουτσουχτερού & τσουχτερούτσικουτωντσουχτερούτσικων & τσουχτερών
Αιτιατικήτοτσουχτερούτσικο & τσουχτερότατσουχτερά & τσουχτερούτσικα
Κλητική τσουχτερούτσικο & τσουχτερό τσουχτερά & τσουχτερούτσικα

Συνώνυμα - Αντίθετα

τσουχτερός επίθ.

  1. Σδιαπεραστικός, δριμύς1: τσουχτερό κρύο
  2. Σπαγωμένος: τσουχτερός αέρας
  3. Σδηκτικός, καυστικός: τσουχτερά λόγια
  4. Σακριβός2: τσουχτερές τιμές

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.