Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
τρα-ντά-ζε-ται
Μορφολογία
τραντάζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | τραντάζω | τραντάζουμε & τραντάζομε διαλ. |
Β | τραντάζεις | τραντάζετε |
Γ | τραντάζει | τραντάζουν & τραντάζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | τράνταζε | τραντάζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | τραντάζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | τράνταξα | τραντάξαμε |
Β | τράνταξες | τραντάξατε |
Γ | τράνταξε | τράνταξαν & τραντάξαν προφ. & τραντάξανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | τραντάξω | τραντάξουμε & τραντάξομε διαλ. |
Β | τραντάξεις | τραντάξετε |
Γ | τραντάξει | τραντάξουν & τραντάξουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | τράνταξε | τραντάξτε & τραντάχτε προφ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | τραντάξει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | τράνταζα | τραντάζαμε |
Β | τράνταζες | τραντάζατε |
Γ | τράνταζε | τράνταζαν & τραντάζαν προφ. & τραντάζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | τραντάζομαι | τρανταζόμαστε |
Β | τραντάζεσαι | τραντάζεστε & τρανταζόσαστε προφ. |
Γ | τραντάζεται | τραντάζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | τραντάχτηκα | τρανταχτήκαμε |
Β | τραντάχτηκες | τρανταχτήκατε |
Γ | τραντάχτηκε | τραντάχτηκαν & τρανταχτήκαν προφ. & τρανταχτήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | τρανταχτώ | τρανταχτούμε |
Β | τρανταχτείς | τρανταχτείτε |
Γ | τρανταχτεί | τρανταχτούν & τρανταχτούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | τραντάξου | τρανταχτείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | τρανταχτεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | τρανταζόμουν & τρανταζόμουνα προφ. | τρανταζόμασταν & τρανταζόμαστε |
Β | τρανταζόσουν & τρανταζόσουνα προφ. | τρανταζόσασταν & τρανταζόσαστε προφ. |
Γ | τρανταζόταν & τρανταζότανε προφ. | τραντάζονταν & τρανταζόντανε προφ. & τρανταζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | τρανταγμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
τραντάζω ρήμ.
Σ: ταρακουνάω, κλονίζω1, σείω, δονώ1
6 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.