Λεξισκόπιο: τεχνοτροπία

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

τε-χνο-τρο-πί-α

Μορφολογία

τεχνοτροπία ουσ. θηλ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήητεχνοτροπίαοιτεχνοτροπίες
Γενικήτηςτεχνοτροπίαςτωντεχνοτροπιών
Αιτιατικήτηντεχνοτροπίατιςτεχνοτροπίες
Κλητική τεχνοτροπία τεχνοτροπίες

Συνώνυμα - Αντίθετα

τεχνοτροπία ουσ.

Σρυθμός3, στιλ1

Προθήματα - Επιθήματα

τεχνο- [texno]

τεχνό- [texnó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από το ουσιαστικό τέχνη.

1. Αναφορά στην τέχνη

Το τεχνο- σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στις τέχνες και στην καλλιτεχνική δραστηριότητα. Για παράδειγμα, ο τεχνοκριτικός ασχολείται με την κριτική των έργων τέχνης.

τεχνοκάπηλος, τεχνοκριτικός, τεχνόπολη, τεχνοτροπία

2. Αναφορά σε τεχνικές γνώσεις

Το τεχνο- σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στην τεχνολογία, καθώς και στην έρευνα, στην κατασκευή ή στην παραγωγή αντίστοιχων προϊόντων. Για παράδειγμα, τεχνογνωσία είναι οι τεχνικές και πρακτικές γνώσεις που απαιτούνται σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, ενώ τεχνοβλαστός (πρβ. αγγλικό spin-off) είναι η επιχείρηση που συστήνεται με σκοπό την εμπορική αξιοποίηση ερευνητικών αποτελεσμάτων και τεχνογνωσίας που παρήχθησαν από δημόσιους ερευνητικούς φορείς.

τεχνοβλαστός

τεχνοκρατικός, -ή, -ό

τεχνογνωσία

τεχνοοικονομικός, -ή, -ό

τεχνοδομή

τεχνοκράτης

τεχνολογία


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.