Λεξισκόπιο: συνολικά

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

συ-νο-λι-κά

Μορφολογία

συνολικά & λόγ. συνολικώς επίρρ.

συνολικότερα επίρρ. συγκρ.

συνολικότατα επίρρ. υπερθ.


συνολικός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοσυνολικόςοισυνολικοί
Γενικήτουσυνολικούτωνσυνολικών
Αιτιατικήτοσυνολικότουςσυνολικούς
Κλητική συνολικέ συνολικοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήησυνολικήοισυνολικές
Γενικήτηςσυνολικήςτωνσυνολικών
Αιτιατικήτησυνολικήτιςσυνολικές
Κλητική συνολική συνολικές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοσυνολικότασυνολικά
Γενικήτουσυνολικούτωνσυνολικών
Αιτιατικήτοσυνολικότασυνολικά
Κλητική συνολικό συνολικά

συνολικότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοσυνολικότεροςοισυνολικότεροι
Γενικήτουσυνολικότερουτωνσυνολικότερων
Αιτιατικήτοσυνολικότεροτουςσυνολικότερους
Κλητική συνολικότερε συνολικότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήησυνολικότερηοισυνολικότερες
Γενικήτηςσυνολικότερηςτωνσυνολικότερων
Αιτιατικήτησυνολικότερητιςσυνολικότερες
Κλητική συνολικότερη συνολικότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοσυνολικότεροτασυνολικότερα
Γενικήτουσυνολικότερουτωνσυνολικότερων
Αιτιατικήτοσυνολικότεροτασυνολικότερα
Κλητική συνολικότερο συνολικότερα

συνολικότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοσυνολικότατοςοισυνολικότατοι
Γενικήτουσυνολικότατουτωνσυνολικότατων
Αιτιατικήτοσυνολικότατοτουςσυνολικότατους
Κλητική συνολικότατε συνολικότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήησυνολικότατηοισυνολικότατες
Γενικήτηςσυνολικότατηςτωνσυνολικότατων
Αιτιατικήτησυνολικότατητιςσυνολικότατες
Κλητική συνολικότατη συνολικότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοσυνολικότατοτασυνολικότατα
Γενικήτουσυνολικότατουτωνσυνολικότατων
Αιτιατικήτοσυνολικότατοτασυνολικότατα
Κλητική συνολικότατο συνολικότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

συνολικά επίρρ.

βλ. συνολικός


συνολικός επίθ.

  1. Σολικός1 Ατμηματικός
  2. Σγενικός1 Αειδικός

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.