Λεξισκόπιο: συμπρωταγωνιστής

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

συ-μπρω-τα-γω-νι-στής

Μορφολογία

συμπρωταγωνιστής ουσ. αρσ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοσυμπρωταγωνιστήςοισυμπρωταγωνιστές
Γενικήτουσυμπρωταγωνιστήτωνσυμπρωταγωνιστών
Αιτιατικήτοσυμπρωταγωνιστήτουςσυμπρωταγωνιστές
Κλητική συμπρωταγωνιστή συμπρωταγωνιστές

συμπρωταγωνίστρια ουσ. θηλ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήησυμπρωταγωνίστριαοισυμπρωταγωνίστριες
Γενικήτηςσυμπρωταγωνίστριαςτωνσυμπρωταγωνιστριών
Αιτιατικήτησυμπρωταγωνίστριατιςσυμπρωταγωνίστριες
Κλητική συμπρωταγωνίστρια συμπρωταγωνίστριες

Συνώνυμα - Αντίθετα

συμπρωταγωνιστής ουσ.

Σπαρτενέρ2

Προθήματα - Επιθήματα

συν- [sin]

σύν- [sín] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
συμ- [sim] και σύμ- [sím] πριν από /β/, /μ/, /π/, /ψ/ ή /φ/
συγ- [siŋ] και σύγ- [síŋ] πριν από /γ/, /κ/, /χ/ ή /ξ/
συλ- [sil] και σύλ- [síl] πριν από /λ/
συρ- [sir] και σύρ- [sír] πριν από /ρ/
συσ- [sis] και σύσ- [sís] πριν από /σ/
συ- [si] και σύ- [sí] πριν από /σ/ ή /ζ/

Προέρχεται από την αρχαία πρόθεση συν.

1. Από κοινού

Το συν- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι γίνεται από κοινού ή με τη βοήθεια κάποιου άλλου. Για παράδειγμα, ο συγκατηγορούμενος κατηγορείται για κάτι που έκανε μαζί με κάποιον άλλο, ενώ ο συμπαρουσιαστής μιας τηλεοπτικής εκπομπής την παρουσιάζει μαζί με το βασικό παρουσιαστή.

συγκατηγορούμενος (θηλ. -η)

συγκυρίαρχος, -η, -ο

συγκατοικώ

συγκάτοικος

συγχαρητήριος, -α, -ο

συγκυβερνώ

συγκάτοχος

συλλυπητήριος, -α, -ο

συγχαίρω

συγκυριότητα

σύμφωνος, -η, -ο

συζώ

συγχαρητήρια

συλλυπούμαι

συλλαλητήριο

συμβαδίζω

συλλείτουργο

συμμετέχω

συλλυπητήρια

συμπλέω

συμμαθητής (θηλ. -τρια)

συμπράττω

συμπαρουσιαστής (θηλ. -τρια)

συμφωνώ

συμπολεμιστής (θηλ. -τρια)

συνεργάζομαι

σύμπραξη

συμπρωταγωνιστής (θηλ. -τρια)

συμφοιτητής (θηλ. -τρια)

συμφωνία

συνεργασία

συνεργάτης (θηλ. -ιδα)

συνιδιοκτήτης (θηλ. -τρια)

2. Κοινό χαρακτηριστικό

Το συν- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι ένα χαρακτηριστικό υπάρχει σε απόλυτη ομοιότητα μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων ή πραγμάτων. Για παράδειγμα, δύο συνομήλικοι έχουν την ίδια ηλικία, ενώ δύο λέξεις είναι συνώνυμες όταν έχουν την ίδια σημασία.

σύγκριση

συγκαιρινός, -ή, -ό

συγκρίνω

συγχορδία (μουσ.)

σύγχρονος, -η, -ο

συγχρονίζω

συγχρονισμός

συμμετρικός, -ή, -ό

συμμετρία

συναφής, -ής, -ές

συνάφεια

συνομήλικος, -η, -ο

συνωνυμία

συνονόματος, -η, -ο

συνώνυμος, -η, -ο

3. Ένωση

Το συν- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι υπάρχει ένωση δύο ή περισσότερων προσώπων, πραγμάτων κτλ. σε έναν ορισμένο τόπο και συνήθως με ένα κοινό στόχο. Για παράδειγμα, η συγχώνευση δύο εταιρειών είναι η ένωσή τους σε μία νέα εταιρεία με κοινή διοίκηση· όταν γίνεται συνέλευση τα μέλη μιας ομάδας συγκεντρώνονται κάπου για να συζητήσουν και για να πάρουν αποφάσεις σχετικά με κάποιο θέμα που τους αφορά.

συγκέντρωση

συγκαλώ

συγκρότημα

συγκαταλέγω

συγκρότηση

συγκεντρώνω

συγχώνευση

συγκεφαλαιώνω

σύζευξη

συγκροτώ

σύνδεση

συγχωνεύω

σύνδεσμος

συλλέγω

συνέλευση

συμμαζεύω

συνεύρεση

συνδέω

συνομοσπονδία

συνενώνω

συντροφιά

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Κάποια ουσιαστικά με το συν- δηλώνουν στενούς δεσμούς μεταξύ προσώπων.

συγγενής, σύζυγος, σύντροφος

(ιατρ.) Το συν- σχηματίζει λέξεις του ιατρικού λεξιλογίου που δηλώνουν ότι δύο ή περισσότερα μέλη του σώματος είναι ενωμένα λόγω παθολογικής αιτίας.

σύμμυση, συνδακτυλία, συνοστέωση

πρωτο- [proto]

πρωτό- [protó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
πρωτ- [prot] πριν από φωνήεν
πρωθ- [proθ] παλαιότερα, πριν από δασυνόμενο φωνήεν

Προέρχεται από το αριθμητικό επίθετο πρώτος.

1. Πρώτη φορά

Το πρωτο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι συμβαίνει για πρώτη φορά ή εμφανίζεται πρώτο. Για παράδειγμα, τα πρωτοβρόχια είναι οι πρώτες βροχές του φθινοπώρου· πρωτοσυναντούμε κάποιον όταν τον συναντούμε για πρώτη φορά.

πρωτοβρόχι

πρωτάκουστος, -η, -ο

πρωτοβλέπω

πρωτόγαλα

πρωτόβγαλτος, -η, -ο

πρωτογνωρίζω

πρωτόγεννος, -η, -ο

πρωτοκάνω

πρωτοδιόριστος, -η, -ο

πρωτολέω

πρωτοτάξιδος, -η, -ο

πρωτομαθαίνω

πρωτοφανέρωτος, -η, -ο

πρωτοσυναντάω/-ώ

πρωτοφανής, -ής, -ές

πρωτοφόρετος, -η, -ο

2. Πρώτη θέση

Το πρωτο- σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στην πρώτη θέση σε μία σειρά ή κατάταξη (ενώ συνήθως ακολουθεί δεύτερη, τρίτη κ.ο.κ.). Για παράδειγμα, πρωτοετής είναι ο φοιτητής που διανύει το πρώτο έτος των σπουδών του, ενώ το πρωτότοκο παιδί μιας οικογένειας είναι αυτό που γεννήθηκε πρώτο, δηλαδή το μεγαλύτερο.

πρωτοκαθεδρία

πρωτοβάθμιος, -α, -ο

πρωτοπορώ

πρωτολογία

πρωτογενής, -ής, -ές

πρωτοστατώ

πρωτοπορία

πρωτοετής, -ής, -ές

πρωτοπόρος

πρωτοκλασάτος, -η, -ο

πρωτόκλιτος, -η, -ο (γραμμ.)

πρωτοποριακός, -ή, -ό

πρωτοσέλιδος, -η, -ο

πρωτότοκος, -η, -ο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Ουσιαστικά με το πρωτο- δηλώνουν το πρόσωπο που είναι επικεφαλής σε μία ομάδα προσώπων με την ίδια ιδιότητα. Για παράδειγμα, ο πρωθυπουργός είναι ο πρόεδρος της κυβέρνησης και του υπουργικού συμβουλίου· ο πρωτομάστορας είναι ο επικεφαλής μιας ομάδας μαστόρων. Κάποια από αυτά τα ουσιαστικά αποτελούν τιμητικούς τίτλους (π.χ. πρωθυπουργός, πρωτοπρεσβύτερος).

πρωθυπουργός, πρωταγωνιστής (θηλ. -τρια), πρωταθλητής (θηλ. -τρια), πρωτεργάτης (θηλ. -τρια), πρωτοκαπετάνιος, πρωτομάστορας, πρωτοπαλίκαρο, πρωτοπρεσβύτερος (εκκλ.), πρωτοψάλτης

Κάποιες από τις λέξεις με το πρωτο- δηλώνουν τη χαμηλότερη βαθμίδα μιας διαβάθμισης (π.χ. πρωτοβάθμιος, πρωτοετής, πρωτογενής).

Ορισμένες λέξεις με το πρωτο- έχουν επιτατική σημασία (π.χ. πρωταίτιος, πρωταρχικός).

⇨ Για λέξεις που δηλώνουν τη δεύτερη θέση ή βαθμίδα βλ. δευτερο-*.

3. Πρώτη φάση περιόδου

(επιστημ.) Στο λεξιλόγιο της ιστορίας και της αρχαιολογίας, το πρωτο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν την πρώτη φάση μιας μεγαλύτερης χρονικής περιόδου. Για παράδειγμα, η πρωτοβυζαντινή περίοδος είναι οι πρώτοι αιώνες από την ίδρυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας.

πρωτοβυζαντινός, -ή, -ό, πρωτοελλαδικός, -ή, -ό, πρωτοκυκλαδικός, -ή, -ό, πρωτομινωικός, -ή, -ό, πρωτοχριστιανικός, -ή, -ό

✔ Για τις τρεις φάσεις μιας ιστορικής περιόδου (π.χ. πρωτοκυκλαδικός - μεσοκυκλαδικός - υστεροκυκλαδικός) βλ. σχετική σημείωση στο υστερο-*.

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Το πρωτο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν την πρώτη μέρα κάποιου χρονικού διαστήματος. Για παράδειγμα, η Πρωτοχρονιά είναι η πρώτη μέρα του χρόνου.

Πρωταπριλιά, Πρωτομαγιά, πρωτομηνιά, Πρωτοχρονιά

⇨ Για λέξεις με παρόμοια σημασία βλ. αρχι-* (π.χ. αρχιχρονιά - πρωτοχρονιά).

4. Αρχική μορφή

(επιστημ.) Το πρωτο- σχηματίζει λέξεις του επιστημονικού λεξιλογίου που δηλώνουν την αρχική και συνήθως ατελή μορφή ενός πράγματος. Για παράδειγμα, η πρωτογλώσσα είναι η αρχική γλώσσα από την οποία προήλθε μια ομάδα άλλων γλωσσών.

πρωτοβλάστη (βιολ.), πρωτογλώσσα (γλωσσ.), πρωτόζωα (βιολ.), πρωτόπλασμα (βιολ.)

-ιστής [istís] (θηλ. -ίστρια)

Προέρχεται από το αρχαιοελληνικό -ιστής.

1. Σχέση με θεωρίες, αντιλήψεις, συμπεριφορές

Για παράδειγμα, ο ανθρωπιστής πιστεύει στις ιδέες του ανθρωπισμού, ο εγωιστής χαρακτηρίζεται από εγωισμό, ενώ ο πρωταγωνιστής μιας ταινίας είναι ο ηθοποιός που πρωταγωνιστεί σε αυτήν.

αγωνιστής, αλτρουιστής, ανθρωπιστής, βιολιστής, βομβιστής, βουδιστής, δημοτικιστής, διεθνιστής, εγωιστής, εθνικιστής, ειρηνιστής, εφοπλιστής, ιδεαλιστής, καπιταλιστής, κλασικιστής, οραματιστής, παλαιστής, πεσιμιστής, πρωταγωνιστής, ρατσιστής, ρεαλιστής, σκεπτικιστής, σοσιαλιστής, τραγουδιστής, υπνωτιστής, υπολογιστής, φροντιστής, χειριστής, χρηματιστής

⇨ Πολλές λέξεις σε -ιστής δηλώνουν οπαδούς μιας θεωρίας ή αντίληψης σε -ισμός* (π.χ. ρατσιστής - ρατσισμός, σοσιαλιστής - σοσιαλισμός, υλιστής - υλισμός).

✔ Ορισμένες λέξεις σε -ιστής δηλώνουν το πρόσωπο που κάνει μια ορισμένη ενέργεια και συνδέονται με ρήματα σε -ίζω/-ίζομαι (π.χ. φροντιστής < φροντίζω, υπολογιστής < υπολογίζω, χειριστής < χειρίζομαι).


4 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.