Λεξισκόπιο: συμπαθητικός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

συ-μπα-θη-τι-κός

Μορφολογία

συμπαθητικός1 επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοσυμπαθητικόςοισυμπαθητικοί
Γενικήτουσυμπαθητικούτωνσυμπαθητικών
Αιτιατικήτοσυμπαθητικότουςσυμπαθητικούς
Κλητική συμπαθητικέ συμπαθητικοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήησυμπαθητική & συμπαθητικιά προφ. οισυμπαθητικές
Γενικήτηςσυμπαθητικής & συμπαθητικιάς προφ. τωνσυμπαθητικών
Αιτιατικήτησυμπαθητική & συμπαθητικιά προφ. τιςσυμπαθητικές
Κλητική συμπαθητική & συμπαθητικιά προφ.  συμπαθητικές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοσυμπαθητικότασυμπαθητικά
Γενικήτουσυμπαθητικούτωνσυμπαθητικών
Αιτιατικήτοσυμπαθητικότασυμπαθητικά
Κλητική συμπαθητικό συμπαθητικά

συμπαθητικούλης επίθ. υποκορ.

Αρσενικό
Ενικός
Ονομαστικήοσυμπαθητικούλης
Γενικήτουσυμπαθητικούλη
Αιτιατικήτοσυμπαθητικούλη
Κλητική συμπαθητικούλη
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήησυμπαθητικούλαοισυμπαθητικούλες
Γενικήτηςσυμπαθητικούλας---
Αιτιατικήτησυμπαθητικούλατιςσυμπαθητικούλες
Κλητική συμπαθητικούλα συμπαθητικούλες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοσυμπαθητικούλικοτασυμπαθητικούλικα
Γενικήτουσυμπαθητικούλικουτωνσυμπαθητικούλικων
Αιτιατικήτοσυμπαθητικούλικοτασυμπαθητικούλικα
Κλητική συμπαθητικούλικο συμπαθητικούλικα

συμπαθητικότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοσυμπαθητικότεροςοισυμπαθητικότεροι
Γενικήτουσυμπαθητικότερουτωνσυμπαθητικότερων
Αιτιατικήτοσυμπαθητικότεροτουςσυμπαθητικότερους
Κλητική συμπαθητικότερε συμπαθητικότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήησυμπαθητικότερηοισυμπαθητικότερες
Γενικήτηςσυμπαθητικότερηςτωνσυμπαθητικότερων
Αιτιατικήτησυμπαθητικότερητιςσυμπαθητικότερες
Κλητική συμπαθητικότερη συμπαθητικότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοσυμπαθητικότεροτασυμπαθητικότερα
Γενικήτουσυμπαθητικότερουτωνσυμπαθητικότερων
Αιτιατικήτοσυμπαθητικότεροτασυμπαθητικότερα
Κλητική συμπαθητικότερο συμπαθητικότερα

συμπαθητικότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοσυμπαθητικότατοςοισυμπαθητικότατοι
Γενικήτουσυμπαθητικότατουτωνσυμπαθητικότατων
Αιτιατικήτοσυμπαθητικότατοτουςσυμπαθητικότατους
Κλητική συμπαθητικότατε συμπαθητικότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήησυμπαθητικότατηοισυμπαθητικότατες
Γενικήτηςσυμπαθητικότατηςτωνσυμπαθητικότατων
Αιτιατικήτησυμπαθητικότατητιςσυμπαθητικότατες
Κλητική συμπαθητικότατη συμπαθητικότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοσυμπαθητικότατοτασυμπαθητικότατα
Γενικήτουσυμπαθητικότατουτωνσυμπαθητικότατων
Αιτιατικήτοσυμπαθητικότατοτασυμπαθητικότατα
Κλητική συμπαθητικότατο συμπαθητικότατα

συμπαθητικός2 επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοσυμπαθητικόςοισυμπαθητικοί
Γενικήτουσυμπαθητικούτωνσυμπαθητικών
Αιτιατικήτοσυμπαθητικότουςσυμπαθητικούς
Κλητική συμπαθητικέ συμπαθητικοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήησυμπαθητικήοισυμπαθητικές
Γενικήτηςσυμπαθητικήςτωνσυμπαθητικών
Αιτιατικήτησυμπαθητικήτιςσυμπαθητικές
Κλητική συμπαθητική συμπαθητικές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοσυμπαθητικότασυμπαθητικά
Γενικήτουσυμπαθητικούτωνσυμπαθητικών
Αιτιατικήτοσυμπαθητικότασυμπαθητικά
Κλητική συμπαθητικό συμπαθητικά

Συνώνυμα - Αντίθετα

συμπαθητικός επίθ.

  1. Σσυμπαθής λόγ. Ααντιπαθητικός
  2. Σευχάριστος: συμπαθητικό περιβάλλον

7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.