Λεξισκόπιο: στυγερός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

στυ-γε-ρός

Μορφολογία

στυγερός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοστυγερόςοιστυγεροί
Γενικήτουστυγερούτωνστυγερών
Αιτιατικήτοστυγερότουςστυγερούς
Κλητική στυγερέ στυγεροί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηστυγερήοιστυγερές
Γενικήτηςστυγερήςτωνστυγερών
Αιτιατικήτηστυγερήτιςστυγερές
Κλητική στυγερή στυγερές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοστυγερόταστυγερά
Γενικήτουστυγερούτωνστυγερών
Αιτιατικήτοστυγερόταστυγερά
Κλητική στυγερό στυγερά

στυγερότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοστυγερότεροςοιστυγερότεροι
Γενικήτουστυγερότερουτωνστυγερότερων
Αιτιατικήτοστυγερότεροτουςστυγερότερους
Κλητική στυγερότερε στυγερότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηστυγερότερηοιστυγερότερες
Γενικήτηςστυγερότερηςτωνστυγερότερων
Αιτιατικήτηστυγερότερητιςστυγερότερες
Κλητική στυγερότερη στυγερότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοστυγερότεροταστυγερότερα
Γενικήτουστυγερότερουτωνστυγερότερων
Αιτιατικήτοστυγερότεροταστυγερότερα
Κλητική στυγερότερο στυγερότερα

στυγερότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοστυγερότατοςοιστυγερότατοι
Γενικήτουστυγερότατουτωνστυγερότατων
Αιτιατικήτοστυγερότατοτουςστυγερότατους
Κλητική στυγερότατε στυγερότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηστυγερότατηοιστυγερότατες
Γενικήτηςστυγερότατηςτωνστυγερότατων
Αιτιατικήτηστυγερότατητιςστυγερότατες
Κλητική στυγερότατη στυγερότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοστυγερότατοταστυγερότατα
Γενικήτουστυγερότατουτωνστυγερότατων
Αιτιατικήτοστυγερότατοταστυγερότατα
Κλητική στυγερότατο στυγερότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

στυγερός επίθ. λόγ.

Σαποτρόπαιος, ειδεχθής λόγ.: στυγερό έγκλημα


6 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.