Λεξισκόπιο: στρογγυλεύω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

στρογ-γυ-λεύ-ω

Μορφολογία

στρογγυλεύω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστρογγυλεύωστρογγυλεύουμε & στρογγυλεύομε διαλ.
Βστρογγυλεύειςστρογγυλεύετε
Γστρογγυλεύειστρογγυλεύουν & στρογγυλεύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βστρογγύλευεστρογγυλεύετε
Ενεστώτας-Μετοχήστρογγυλεύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστρογγύλεψαστρογγυλέψαμε
Βστρογγύλεψεςστρογγυλέψατε
Γστρογγύλεψεστρογγύλεψαν & στρογγυλέψαν προφ. & στρογγυλέψανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστρογγυλέψωστρογγυλέψουμε & στρογγυλέψομε διαλ.
Βστρογγυλέψειςστρογγυλέψετε
Γστρογγυλέψειστρογγυλέψουν & στρογγυλέψουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βστρογγύλεψεστρογγυλέψτε
Αόριστος-Απαρέμφατοστρογγυλέψει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστρογγύλευαστρογγυλεύαμε
Βστρογγύλευεςστρογγυλεύατε
Γστρογγύλευεστρογγύλευαν & στρογγυλεύαν προφ. & στρογγυλεύανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστρογγυλεύομαιστρογγυλευόμαστε
Βστρογγυλεύεσαιστρογγυλεύεστε & στρογγυλευόσαστε προφ.
Γστρογγυλεύεταιστρογγυλεύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βστρογγυλεύεστε
Ενεστώτας-Μετοχήστρογγυλευόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστρογγυλεύτηκαστρογγυλευτήκαμε
Βστρογγυλεύτηκεςστρογγυλευτήκατε
Γστρογγυλεύτηκεστρογγυλεύτηκαν & στρογγυλευτήκαν προφ. & στρογγυλευτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστρογγυλευτώστρογγυλευτούμε
Βστρογγυλευτείςστρογγυλευτείτε
Γστρογγυλευτείστρογγυλευτούν & στρογγυλευτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βστρογγυλέψουστρογγυλευτείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοστρογγυλευτεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστρογγυλευόμουν & στρογγυλευόμουνα προφ. στρογγυλευόμασταν & στρογγυλευόμαστε
Βστρογγυλευόσουν & στρογγυλευόσουνα προφ. στρογγυλευόσασταν & στρογγυλευόσαστε προφ.
Γστρογγυλευόταν & στρογγυλευότανε προφ. στρογγυλεύονταν & στρογγυλευόντανε προφ. & στρογγυλευόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήστρογγυλεμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

στρογγυλεύω ρήμ.

  1. Σκαμπυλώνω1: Ο τεχνίτης στρογγύλεψε τις άκρες του τραπεζιού.
  2. Σπαχαίνω1 Ααδυνατίζω1

στρογγυλεύει

Σκαμπυλώνεται: Ο δρόμος άρχισε απότομα να στρογγυλεύει.


6 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.