Λεξισκόπιο: στιγματίζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

στιγ-μα-τί-ζω

Μορφολογία

στιγματίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστιγματίζωστιγματίζουμε & στιγματίζομε διαλ.
Βστιγματίζειςστιγματίζετε
Γστιγματίζειστιγματίζουν & στιγματίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βστιγμάτιζεστιγματίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήστιγματίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστιγμάτισαστιγματίσαμε
Βστιγμάτισεςστιγματίσατε
Γστιγμάτισεστιγμάτισαν & στιγματίσαν προφ. & στιγματίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστιγματίσωστιγματίσουμε & στιγματίσομε διαλ.
Βστιγματίσειςστιγματίσετε
Γστιγματίσειστιγματίσουν & στιγματίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βστιγμάτισεστιγματίστε
Αόριστος-Απαρέμφατοστιγματίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστιγμάτιζαστιγματίζαμε
Βστιγμάτιζεςστιγματίζατε
Γστιγμάτιζεστιγμάτιζαν & στιγματίζαν προφ. & στιγματίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστιγματίζομαιστιγματιζόμαστε
Βστιγματίζεσαιστιγματίζεστε & στιγματιζόσαστε προφ.
Γστιγματίζεταιστιγματίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βστιγματίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήστιγματιζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστιγματίστηκα & στιγματίσθηκα λόγ. στιγματιστήκαμε & στιγματισθήκαμε λόγ.
Βστιγματίστηκες & στιγματίσθηκες λόγ. στιγματιστήκατε & στιγματισθήκατε λόγ.
Γστιγματίστηκε & στιγματίσθηκε λόγ. στιγματίστηκαν & στιγματίσθηκαν λόγ. & στιγματιστήκαν προφ. & στιγματιστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστιγματιστώ & στιγματισθώ λόγ. στιγματιστούμε & στιγματισθούμε λόγ.
Βστιγματιστείς & στιγματισθείς λόγ. στιγματιστείτε & στιγματισθείτε λόγ.
Γστιγματιστεί & στιγματισθεί λόγ. στιγματιστούν & στιγματισθούν λόγ. & στιγματισθούνε λόγ. & στιγματιστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βστιγματίσουστιγματιστείτε & στιγματισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοστιγματιστεί & στιγματισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστιγματιζόμουν & στιγματιζόμουνα προφ. στιγματιζόμασταν & στιγματιζόμαστε
Βστιγματιζόσουν & στιγματιζόσουνα προφ. στιγματιζόσασταν & στιγματιζόσαστε προφ.
Γστιγματιζόταν & στιγματιζότανε προφ. στιγματίζονταν & στιγματιζόντανε προφ. & στιγματιζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήστιγματισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

στιγματίζω ρήμ.

  1. Σστηλιτεύω λόγ., καυτηριάζω2, κατακρίνω: Η συμπεριφορά της στιγματίστηκε από την κοινωνία.
  2. Σκηλιδώνω2, αμαυρώνω: Στιγμάτισαν την τιμή του.

7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.