Λεξισκόπιο: σκάει

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

σκά-ει

Μορφολογία

σκάω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασκάωσκάμε
Βσκαςσκάτε
Γσκάεισκάνε & σκαν
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βσκάτε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέσκασασκάσαμε
Βέσκασεςσκάσατε
Γέσκασεέσκασαν & σκάσαν προφ. & σκάσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασκάσωσκάσουμε & σκάσομε διαλ.
Βσκάσειςσκάσετε
Γσκάσεισκάσουν & σκάσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσκάσεσκάστε
Αόριστος-Απαρέμφατοσκάσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέσκαγασκάγαμε
Βέσκαγεςσκάγατε
Γέσκαγεέσκαγαν
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήσκασμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

σκάω ρήμ.

  1. Σφέρνω στο αμήν, πρήζω προφ.: Μ' έσκασε με την ξεροκεφαλιά του.
  2. Σσυγχύζομαι, χολοσκάω προφ., χαλιέμαι προφ.: Μη σκας, δεν αξίζει τον κόπο.
  3. Σπλαντάζω, βαλαντώνω1 λαϊκ.: Έσκασε στο κλάμα.
  4. Σμπουχτίζω προφ., μπουκώνω: Δεν μπορώ να φάω άλλο, έσκασα!
  5. Σζεσταίνομαι υπερβολικά, ανάβω4 προφ.: Σκάσαμε, ανοίξτε το παράθυρο.
  6. Σσωπαίνω, βγάζω το σκασμό προφ.: Σκάστε επιτέλους!
  7.  προφ. Σπληρώνω1, καταβάλλω3: Πόσα έσκασες;
  8.  προφ. Σδίνω: Της έσκασε ένα φιλί.

σκάει

  1. Σεκρήγνυται1 λόγ.: Έσκασε η χειροβομβίδα.
  2. Σκλατάρει προφ.: Θα σκάσει το λάστιχο.
  3. Σανοίγει3: Έσκασε ο σοβάς.
  4. Σπέφτει: Το κύμα σκάει στα βράχια.

ΕΚΦ: σκάω μύτη, σκάω στα γέλια, σκάω στο φαΐ, τα σκάω, το σκάω


10 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.