Λεξισκόπιο: σηκώνομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ση-κώ-νο-μαι

Μορφολογία

σηκώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασηκώνωσηκώνουμε & σηκώνομε διαλ.
Βσηκώνειςσηκώνετε
Γσηκώνεισηκώνουν & σηκώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσήκωνεσηκώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήσηκώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασήκωσασηκώσαμε
Βσήκωσεςσηκώσατε
Γσήκωσεσήκωσαν & σηκώσαν προφ. & σηκώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασηκώσωσηκώσουμε & σηκώσομε διαλ.
Βσηκώσειςσηκώσετε
Γσηκώσεισηκώσουν & σηκώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσήκωσεσηκώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοσηκώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασήκωνασηκώναμε
Βσήκωνεςσηκώνατε
Γσήκωνεσήκωναν & σηκώναν προφ. & σηκώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασηκώνομαισηκωνόμαστε
Βσηκώνεσαισηκώνεστε & σηκωνόσαστε προφ.
Γσηκώνεταισηκώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βσηκώνεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασηκώθηκασηκωθήκαμε
Βσηκώθηκεςσηκωθήκατε
Γσηκώθηκεσηκώθηκαν & σηκωθήκαν προφ. & σηκωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασηκωθώσηκωθούμε
Βσηκωθείςσηκωθείτε
Γσηκωθείσηκωθούν & σηκωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσήκω & σηκώσουσηκωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοσηκωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασηκωνόμουν & σηκωνόμουνα προφ. σηκωνόμασταν & σηκωνόμαστε
Βσηκωνόσουν & σηκωνόσουνα προφ. σηκωνόσασταν & σηκωνόσαστε προφ.
Γσηκωνόταν & σηκωνότανε προφ. σηκώνονταν & σηκωνόντανε προφ. & σηκωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήσηκωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

σηκώνω ρήμ.

  1. Σανυψώνω, υψώνω1: Μη σηκώνεις βάρη.
  2. Σανεβάζω1: Σήκωσε το μοχλό. Ακατεβάζω1
  3. Σξεστρώνω, μαζεύω5: Δε σηκώσαμε ακόμα τα χαλιά. Αστρώνω2
  4. Συποβαστάζω, στηρίζω1: Ο στύλος σηκώνει την οροφή.
  5. Σορθώνω3, στήνω2 προφ., κατασκευάζω2: Σήκωσαν οδοφράγματα. / Σήκωσαν πενταώροφη πολυκατοικία.
  6. Σπροκαλώ2, δημιουργώ4: Σήκωσε θύελλα διαμαρτυριών.
  7. Σαφυπνίζω1 λόγ., ξυπνάω1: Σήκωσέ με στις 6. Ακοιμίζω1
  8. Σκλέβω3, παίρνω6: Τα σήκωσαν όλα.
  9.  προφ. Σκάνω ανάληψη Ακαταθέτω3, κάνω κατάθεση
  10.  προφ. Σανέχομαι2, δέχομαι8, επιτρέπω3: Δε σηκώνω προσβολές.

μου σηκώνεται προφ.

Σδιεγείρομαι, ερεθίζομαι, καυλώνω2 αργκό

ΕΚΦ: δε σηκώνω κεφάλι, σηκώνω κεφάλι, σηκώνω μπαϊράκι, σηκώνω πανιά, σηκώνω παντιέρα, σηκώνω στο πόδι, σηκώνω τα χέρια ψηλά, μου σηκώνεται η τρίχα, μου σηκώνεται το πετσί


6 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.