Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
σερ-βί-ρω
Μορφολογία
σερβίρω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | σερβίρω | σερβίρουμε & σερβίρομε διαλ. |
Β | σερβίρεις | σερβίρετε |
Γ | σερβίρει | σερβίρουν & σερβίρουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | σέρβιρε & σερβίριζε | σερβίρετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | σερβίροντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | σέρβιρα & σερβίρισα | σερβίραμε |
Β | σέρβιρες & σερβίρισες | σερβίρατε |
Γ | σέρβιρε & σερβίρισε | σέρβιραν & σερβίρισαν & σερβίραν προφ. & σερβίρανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | σερβίρω | σερβίρουμε & σερβίρομε διαλ. |
Β | σερβίρεις | σερβίρετε |
Γ | σερβίρει | σερβίρουν & σερβίρουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | σέρβιρε & σερβίρισε | σερβίρετε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | σερβίρει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | σέρβιρα & σερβίριζα | σερβίραμε |
Β | σέρβιρες & σερβίριζες | σερβίρατε |
Γ | σέρβιρε & σερβίριζε | σέρβιραν & σερβίριζαν & σερβίρονταν & σερβίραν προφ. & σερβίρανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | σερβίρομαι | σερβιριζόμαστε |
Β | σερβίρεσαι | σερβίρεστε & σερβιριζόσαστε προφ. |
Γ | σερβίρεται | σερβίρονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | σερβιριζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | σερβιρίστηκα | σερβιριστήκαμε |
Β | σερβιρίστηκες | σερβιριστήκατε |
Γ | σερβιρίστηκε | σερβιρίστηκαν & σερβιριστήκαν προφ. & σερβιριστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | σερβιριστώ | σερβιριστούμε |
Β | σερβιριστείς | σερβιριστείτε |
Γ | σερβιριστεί | σερβιριστούν & σερβιριστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | σερβιρίσου | σερβιριστείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | σερβιριστεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | σερβιριζόμουν & σερβιριζόμουνα προφ. | σερβιριζόμασταν & σερβιριζόμαστε |
Β | σερβιριζόσουν & σερβιριζόσουνα προφ. | σερβιριζόσασταν & σερβιριζόσαστε προφ. |
Γ | σερβιριζόταν & σερβιριζότανε προφ. | σερβιρίζονταν & σερβιριζόντανε προφ. & σερβιριζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | σερβιρισμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
σερβίρω ρήμ.
- Σ: προσφέρω3, βγάζω16: Σέρβιρε τη σαλάτα στα πιάτα.
- προφ. Σ: εξυπηρετώ2: Σερβίρω πελάτη.
- προφ. Σ: πλασάρω1: Μας σέρβιρε μια απίθανη ιστορία.
- ΑΘΛΗΤ. Σ: κάνω σερβίς
3 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.