Λεξισκόπιο: ριψοκινδυνεύω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ρι-ψο-κιν-δυ-νεύ-ω

Μορφολογία

ριψοκινδυνεύω ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αριψοκινδυνεύωριψοκινδυνεύουμε & ριψοκινδυνεύομε διαλ.
Βριψοκινδυνεύειςριψοκινδυνεύετε
Γριψοκινδυνεύειριψοκινδυνεύουν & ριψοκινδυνεύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βριψοκινδύνευεριψοκινδυνεύετε
Ενεστώτας-Μετοχήριψοκινδυνεύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αριψοκινδύνευσα & ριψοκινδύνεψαριψοκινδυνέψαμε & ριψοκινδυνεύσαμε
Βριψοκινδύνευσες & ριψοκινδύνεψεςριψοκινδυνέψατε & ριψοκινδυνεύσατε
Γριψοκινδύνευσε & ριψοκινδύνεψεριψοκινδύνευσαν & ριψοκινδύνεψαν & ριψοκινδυνέψαν προφ. & ριψοκινδυνέψανε προφ. & ριψοκινδυνεύσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αριψοκινδυνέψω & ριψοκινδυνεύσωριψοκινδυνέψουμε & ριψοκινδυνεύσουμε & ριψοκινδυνέψομε διαλ. & ριψοκινδυνεύσομε διαλ.
Βριψοκινδυνέψεις & ριψοκινδυνεύσειςριψοκινδυνέψετε & ριψοκινδυνεύσετε
Γριψοκινδυνέψει & ριψοκινδυνεύσειριψοκινδυνέψουν & ριψοκινδυνεύσουν & ριψοκινδυνέψουνε προφ. & ριψοκινδυνεύσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βριψοκινδύνευσε & ριψοκινδύνεψεριψοκινδυνέψτε & ριψοκινδυνεύσετε & ριψοκινδυνεύστε
Αόριστος-Απαρέμφατοριψοκινδυνέψει & ριψοκινδυνεύσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αριψοκινδύνευαριψοκινδυνεύαμε
Βριψοκινδύνευεςριψοκινδυνεύατε
Γριψοκινδύνευεριψοκινδύνευαν & ριψοκινδυνεύαν προφ. & ριψοκινδυνεύανε προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

ριψοκινδυνεύω ρήμ.

Σρισκάρω1, διακινδυνεύω


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.