Λεξισκόπιο: προκομμένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

προ-κομ-μέ-νος

Μορφολογία

προκομμένος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπροκομμένοςοιπροκομμένοι
Γενικήτουπροκομμένουτωνπροκομμένων
Αιτιατικήτονπροκομμένοτουςπροκομμένους
Κλητική προκομμένε προκομμένοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπροκομμένηοιπροκομμένες
Γενικήτηςπροκομμένηςτωνπροκομμένων
Αιτιατικήτηνπροκομμένητιςπροκομμένες
Κλητική προκομμένη προκομμένες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπροκομμένοταπροκομμένα
Γενικήτουπροκομμένουτωνπροκομμένων
Αιτιατικήτοπροκομμένοταπροκομμένα
Κλητική προκομμένο προκομμένα

προκόβω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροκόβωπροκόβουμε & προκόβομε διαλ.
Βπροκόβειςπροκόβετε
Γπροκόβειπροκόβουν & προκόβουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπρόκοβεπροκόβετε
Ενεστώτας-Μετοχήπροκόβοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απρόκοψαπροκόψαμε
Βπρόκοψεςπροκόψατε
Γπρόκοψεπρόκοψαν & προκόψαν προφ. & προκόψανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροκόψωπροκόψουμε & προκόψομε διαλ.
Βπροκόψειςπροκόψετε
Γπροκόψειπροκόψουν & προκόψουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπρόκοψεπροκόφτε & προκόψτε
Αόριστος-Απαρέμφατοπροκόψει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απρόκοβαπροκόβαμε
Βπρόκοβεςπροκόβατε
Γπρόκοβεπρόκοβαν & προκόβαν προφ. & προκόβανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήπροκομμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

προκόβω ρήμ.

Σπροοδεύω, πάω μπροστά1

προκόβει

Σευδοκιμεί1 λόγ.: Θα προκόψει γρήγορα το αμπέλι.


προκομμένος επίθ.

Σεργατικός, φίλεργος λόγ., φιλόπονος Αανεπρόκοπος, οκνηρός1


6 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.