Λεξισκόπιο: πολυφωνία

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πο-λυ-φω-νί-α

Μορφολογία

πολυφωνία ουσ. θηλ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπολυφωνίαοιπολυφωνίες
Γενικήτηςπολυφωνίαςτωνπολυφωνιών
Αιτιατικήτηνπολυφωνίατιςπολυφωνίες
Κλητική πολυφωνία πολυφωνίες

Συνώνυμα - Αντίθετα

πολυφωνία ουσ.

  1. Σπλουραλισμός: Στο συνέδριο υπήρξε πολυφωνία.
  2.  ΜΟΥΣ. Αμονοφωνία

Προθήματα - Επιθήματα

πολυ- [poli]

πολύ- [polí] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από το επίθετο πολύς.

1. Μεγάλη ποσότητα

Το πολυ- σχηματίζει επίθετα που δηλώνουν ότι κάτι περιέχει πολλά ίδια στοιχεία ή αποτελείται από πολλά όμοια μέρη. Για παράδειγμα, μια πολυσύλλαβη λέξη έχει πολλές συλλαβές.

πολυάνθρωπος, -η, -ο, πολυδιάστατος, -η, -ο, πολυλεκτικός, -ή, -ό, πολύμορφος, -η, -ο, πολυσύλλαβος, -η, -ο, πολύχορδος, -η, -ο, πολυψήφιος, -α, -ο, πολυώροφος, -η, -ο

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το μονο-* (π.χ. πολυλεκτικόςμονολεκτικός).

2. Μεγάλος βαθμός

Το πολυ- σχηματίζει συνήθως επίθετα που δηλώνουν ότι μία κατάσταση ή μία ιδιότητα υπάρχει σε μεγάλο βαθμό. Για παράδειγμα, πολύπειρος είναι αυτός που έχει μεγάλη πείρα, ενώ πολυλογάς είναι αυτός που μιλάει πολύ.

πολυαγαπημένος, -η, -ο, πολύβουος, -η, -ο, πολυεύσπλαχνος, -η, -ο, πολυκαιρισμένος, -η, -ο (= παλιός, φθαρμένος), πολυλογάς, -ού, -άδικο, πολυμαθής, -ής, -ές, πολύπειρος, -η, -ο, πολυταξιδεμένος, -η, -ο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(ιατρ.) Το πολυ- χρησιμοποιείται σε λέξεις του ιατρικού λεξιλογίου που δηλώνουν ότι κάποια λειτουργία ή κάποιο φαινόμενο του οργανισμού συμβαίνει σε βαθμό υψηλότερο από το κανονικό και σύνηθες.

πολυαδενία, πολυαιμία, πολυαισθησία, πολυδιψία, πολυθηλία

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το ολιγο-* (π.χ. πολυαιμίαολιγαιμία, πολυδιψίαολιγοδιψία).

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά που δηλώνουν μεγάλο μέγεθος βλ. μεγα-*, μεγαλο-*.

3. Πολλές φορές

Το πολυ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μια κατάσταση συμβαίνει πολλές φορές ή κατ' επανάληψη. Για παράδειγμα, ένα θεατρικό έργο είναι πολυπαιγμένο όταν έχει παιχτεί πολλές φορές.

πολυβραβευμένος, -η, -ο, πολυπαιγμένος, -η, -ο, πολυσυζητημένος, -η, -ο, πολυφορεμένος, -η, -ο

⇨ Για λέξεις με παρόμοια σημασία βλ. χιλιο-* (π.χ. χιλιοπαιγμένος).

4. Πολλές ιδιότητες

Το πολυ- σχηματίζει νέες λέξεις που δηλώνουν ότι ένα πράγμα συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες παρόμοιων με αυτό πραγμάτων ή ότι αποτελείται από πολλά πράγματα με παρόμοιες ιδιότητες. Για παράδειγμα, το πολυμηχάνημα είναι μια ενιαία ηλεκτρονική συσκευή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εκτυπωτής, ως σαρωτής (σκάνερ) και ως φαξ· το πολυθέαμα είναι ένα σύνθετο θέαμα που συνδυάζει ταυτόχρονα τραγούδι, θέατρο, παντομίμα.

πολυαυτοκίνητο, πολυβιταμίνες, πολυθέαμα, πολυκατάστημα, πολυκλινική, πολυμηχάνημα, πολυμίξερ

ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ: Οι λέξεις που σχηματίζονται με το πολυ- σε αυτή τη σημασία συχνά αποχωρίζονται με ενωτικό για να τονιστεί η ιδιαίτερη σημασία που δίνει στη λέξη αυτό το αʹ συστατικό (π.χ. πολυ-μηχάνημα).

5. Λίγο ή σπάνια

Ορισμένα ρήματα σχηματίζονται με το πολυ- και συνδυάζονται υποχρεωτικά με ένα στοιχείο που δηλώνει άρνηση (π.χ. δεν, μην) για να δείξουν ότι αυτό που δηλώνουν συμβαίνει σε μικρό βαθμό ή σπάνια. Για παράδειγμα, κάποιος δεν πολυτρώει όταν τρώει λίγο.

(δεν) πολυκάθομαι, (δεν) πολυμιλάω, (δεν) πολυπεινάω, (δεν) πολυσκέφτομαι, (δεν) πολυτρώω, (δεν) πολυφωνάζω

-φων-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -φων- αναφέρονται στη χρήση της φωνής, είτε για την εκφορά προφορικού λόγου και γνώμης είτε (σπανιότερα) για την εκφορά μουσικού λόγου.Το συστατικό -φων- προέρχεται από το ουσιαστικό φωνή. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-φωνώ [fonó]

Για παράδειγμα, όταν μαγνητοφωνούμε κάποιον, καταγράφουμε τη φωνή του σε μαγνητική ταινία· όταν δύο άνθρωποι ομοφωνούν έχουν την ίδια γνώμη για κάτι.

αναφωνώ, αντιφωνώ, απομαγνητοφωνώ, βροντοφωνώ, διαφωνώ, εκφωνώ, μαγνητοφωνώ, ξεφωνώ, ομοφωνώ, παραφωνώ, προσφωνώ, συμφωνώ, τηλεφωνώ

Ουσιαστικά

-φώνημα [fónima]

Για παράδειγμα, όταν κάνουμε ένα τηλεφώνημα, τηλεφωνούμε σε κάποιον, τον καλούμε μέσω του τηλεφώνου.

αναφώνημα, εκφώνημα (γλωσσ.), επιφώνημα (γραμμ.), ξεφώνημα, τηλεφώνημα

-φώνηση [fónisi]

Για παράδειγμα, η εκφώνηση είναι η ενέργεια του εκφωνώ.

αντιφώνηση, απομαγνητοφώνηση, αποφώνηση, εκφώνηση, επιφώνηση (γραμμ.), μαγνητοφώνηση, προσφώνηση, συνεκφώνηση (γραμμ.)

-φωνία [fonía]

Για παράδειγμα, ορθοφωνία είναι η σωστή προφορά των λέξεων· διαφωνία είναι η διαφορά απόψεων για ένα θέμα.

αφωνία, διαφωνία, διφωνία, ευφωνία, κακοφωνία, καλλιφωνία, μονοφωνία, ομοφωνία, ορθοφωνία, παραφωνία, πολυφωνία, ραδιοφωνία, στερεοφωνία, συμφωνία, τετραφωνία, τηλεφωνία, τριφωνία

-φωνο [fono]

Για παράδειγμα, το τηλέφωνο είναι η συσκευή που επιτρέπει τη συνομιλία μεταξύ δύο ανθρώπων που βρίσκονται σε απόσταση· το ξυλόφωνο είναι μουσικό όργανο που αποτελείται από λεπτές και παράλληλες ξύλινες πλάκες που παράγουν ήχο όταν τις χτυπάμε.

γραμμόφωνο, ημίφωνο (γλωσσ.), θυροτηλέφωνο, κασετόφωνο, μαγνητόφωνο, μεγάφωνο, μικρόφωνο, ξυλόφωνο, προσύμφωνο, ραδιοκασετόφωνο, ραδιόφωνο, σαξόφωνο, σύμφωνο (γλωσσ.), τηλέφωνο, φερέφωνο

✔ Οι περισσότερες από αυτές τις λέξεις προέρχονται από ξένες λέξεις με βʹ συστατικό -phone το οποίο προέρχεται από το ουσιαστικό της αρχαίας ελληνικής φωνή (π.χ. τηλέφωνο - αγγλ. telephone ή γαλλ. téléphone, μικρόφωνο - microphone, ραδιόφωνο - radiophone).

-φωνος [fonos] (αρσ. και θηλ.)

(μους.) Το -φωνος σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στο ύψος του τόνου στο οποίο μπορεί να τραγουδάει ένας τραγουδιστής της όπερας.

βαθύφωνος, μεσόφωνος, οξύφωνος, υψίφωνος

Επίθετα

-φωνος [fonos], -φωνη, -φωνο

Για παράδειγμα, ο παράφωνος δεν τραγουδάει σωστά, η φωνή του δεν έχει μουσική αρμονία· όταν μένουμε άφωνοι χάνουμε τη φωνή μας, δεν μπορούμε να μιλήσουμε (συνήθως από έκπληξη).

άφωνος, βαθύφωνος, κακόφωνος, καλλίφωνος, μεγαλόφωνος, ομόφωνος, οξύφωνος, παράφωνος, πολύφωνος, σιγανόφωνος, χαμηλόφωνος

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Το -φωνος σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν τη χρήση μιας συγκεκριμένης γλώσσας. Για παράδειγμα, οι ελληνόφωνοι μιλούν ελληνικά.

αγγλόφωνος, αραβόφωνος, βλαχόφωνος, γαλλόφωνος, γερμανόφωνος, ελληνόφωνος, σλαβόφωνος, τουρκόφωνος

3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.