Λεξισκόπιο: περατώνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πε-ρα-τώ-νω

Μορφολογία

περατώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απερατώνωπερατώνουμε & περατώνομε διαλ.
Βπερατώνειςπερατώνετε
Γπερατώνειπερατώνουν & περατώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπεράτωνεπερατώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήπερατώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απεράτωσαπερατώσαμε
Βπεράτωσεςπερατώσατε
Γπεράτωσεπεράτωσαν & περατώσαν προφ. & περατώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απερατώσωπερατώσουμε & περατώσομε διαλ.
Βπερατώσειςπερατώσετε
Γπερατώσειπερατώσουν & περατώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπεράτωσεπερατώσετε & περατώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοπερατώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απεράτωναπερατώναμε
Βπεράτωνεςπερατώνατε
Γπεράτωνεπεράτωναν & περατώναν προφ. & περατώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απερατώνομαιπερατωνόμαστε
Βπερατώνεσαιπερατώνεστε & περατωνόσαστε προφ.
Γπερατώνεταιπερατώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βπερατώνεστε
Ενεστώτας-Μετοχήπερατούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απερατώθηκαπερατωθήκαμε
Βπερατώθηκεςπερατωθήκατε
Γπερατώθηκεπερατώθηκαν & περατωθήκαν προφ. & περατωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απερατωθώπερατωθούμε
Βπερατωθείςπερατωθείτε
Γπερατωθείπερατωθούν & περατωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπερατώσουπερατωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοπερατωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απερατωνόμουν & περατωνόμουνα προφ. περατωνόμασταν & περατωνόμαστε
Βπερατωνόσουν & περατωνόσουνα προφ. περατωνόσασταν & περατωνόσαστε προφ.
Γπερατωνόταν & περατωνότανε προφ. περατώνονταν & περατωνόντανε προφ. & περατωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήπερατωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

περατώνω ρήμ. λόγ.

Στελειώνω2, ολοκληρώνω3, αποπερατώνω λόγ.


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.