Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
πε-ρα-σμέ-νος
Μορφολογία
περασμένος επίθ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | περασμένος | οι | περασμένοι |
Γενική | του | περασμένου | των | περασμένων |
Αιτιατική | τον | περασμένο | τους | περασμένους |
Κλητική | | περασμένε | | περασμένοι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | περασμένη | οι | περασμένες |
Γενική | της | περασμένης | των | περασμένων |
Αιτιατική | την | περασμένη | τις | περασμένες |
Κλητική | | περασμένη | | περασμένες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | περασμένο | τα | περασμένα |
Γενική | του | περασμένου | των | περασμένων |
Αιτιατική | το | περασμένο | τα | περασμένα |
Κλητική | | περασμένο | | περασμένα |
|
περνάω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | περνώ & περνάω προφ. | περνάμε & περνούμε |
Β | περνάς | περνάτε |
Γ | περνά & περνάει προφ. | περνούν & περνάν προφ. & περνάνε προφ. & περνούνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | πέρνα προφ. & πέρναγε προφ. | περνάτε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | περνώντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πέρασα | περάσαμε |
Β | πέρασες | περάσατε |
Γ | πέρασε | πέρασαν & περάσαν προφ. & περάσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | περάσω | περάσουμε & περάσομε διαλ. |
Β | περάσεις | περάσετε |
Γ | περάσει | περάσουν & περάσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | πέρασε & πέρνα προφ. | περάσετε & περάστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | περάσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | περνούσα & πέρναγα προφ. | περνούσαμε & περνάγαμε προφ. |
Β | περνούσες & πέρναγες προφ. | περνούσατε & περνάγατε προφ. |
Γ | περνούσε & πέρναγε προφ. | περνούσαν & πέρναγαν προφ. & περνάγαν προφ. & περνάγανε προφ. & περνούσανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | περνιέμαι | περνιόμαστε |
Β | περνιέσαι | περνιέστε & περνιόσαστε προφ. |
Γ | περνιέται | περνιούνται & περνιόνται προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | περάστηκα | περαστήκαμε |
Β | περάστηκες | περαστήκατε |
Γ | περάστηκε | περάστηκαν & περαστήκαν προφ. & περαστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | περαστώ | περαστούμε |
Β | περαστείς | περαστείτε |
Γ | περαστεί | περαστούν & περαστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | περάσου | περαστείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | περαστεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | περνιόμουν & περνιόμουνα προφ. | περνιόμασταν & περνιόμαστε |
Β | περνιόσουν & περνιόσουνα προφ. | περνιόσασταν & περνιόσαστε προφ. |
Γ | περνιόταν & περνιότανε προφ. | περνιούνταν & περνιόνταν & περνιόντανε προφ. & περνιόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | περασμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
περασμένος επίθ.
- Σ: παλιός2, αλλοτινός: περασμένες εποχές Α: σύγχρονος1
- Σ: προηγούμενος: την περασμένη βδομάδα
περνάω ρήμ.
- Σ: διαπερνάω1: Το νερό πέρασε το τραπεζομάντιλο.
- Σ: μεταβιβάζω4, δίνω12: Περνάει την μπάλα στο σέντερ φορ και... γκολ.
- Σ: διέρχομαι λόγ., διανύω2 λόγ.: Ο δρόμος περνάει μέσα από το χωριό. / Περνάει μια πρόωρη εφηβεία.
- Σ: ζω5, βιώνω, γνωρίζω3: Περάσαμε μεγάλα βάσανα.
- Σ: εισέρχομαι λόγ., μπαίνω1: Περάστε στο σαλόνι.
- Σ: εισάγομαι: Πέρασε στο πανεπιστήμιο.
- Σ: διασχίζω, διαβαίνω λογοτ.: Οι λαθρομετανάστες πέρασαν τα σύνορα.
- Σ: προβιβάζω, προάγω1: Με τόσο χάλια βαθμούς, δε θα τον περάσουν! Α: κόβω13, αφήνω12
- Σ: προβιβάζομαι, προάγομαι: Πέρασε στα αγγλικά. Α: κόβομαι, απορρίπτομαι
- Σ: επικρατώ1, υπερισχύω: Η τρομοκρατία δε θα περάσει.
- Σ: υπερβαίνω λόγ., ξεπερνάω1: Ο άλτης πέρασε το φράγμα του 2 και 40.
- Σ: υποβάλλω: Η εφορεία περνάει τις δηλώσεις από ηλεκτρονικό έλεγχο.
- Σ: υποβάλλομαι, υφίσταμαι1 λόγ.: Περνάω από ιατρικές εξετάσεις. / Περνάω από δίκη.
- Σ: παθαίνω2, κολλάω12 προφ., προσβάλλομαι: Πέρασα άσχημη γρίπη.
- Σ: καταχωρίζω1: Πέρασες τα έσοδα και τα έξοδα στο βιβλίο;
- Σ: εκλαμβάνω λόγ., παίρνω21: Σε πέρασα για την αδερφή σου.
- Σ: θεωρούμαι2, λογαριάζομαι2: Περνάει για ωραίος.
- Σ: οδηγώ, πηγαίνω: Πέρασέ τον στο γραφείο και έρχομαι.
περνάει
- Σ: μεταβιβάζεται, μεταδίδεται: Η παράδοση περνάει από γενιά σε γενιά.
- Σ: παρέρχεται λόγ., κυλάει2, φεύγει: Τι γρήγορα που περνάει ο καιρός! / Σου πέρασε ο πονοκέφαλος;
- Σ: υπολογίζεται, μετράει: Περνάει ο λόγος του.
- Σ: έχει αποτέλεσμα, πιάνει1: Δεν περνάνε τα κόλπα σου.
- προφ. Σ: ισχύει1: Είναι παλιό νόμισμα, δεν περνάει.
πέρασε
Σ: κόπιασε, μπες, έλα: Παρακαλώ, περάστε.
περνιέμαι & περνάω
Σ: θεωρούμαι2, λογαριάζομαι2: Περνιέται για ωραίος.
3 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.