Λεξισκόπιο: παύει

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

παύ-ει

Μορφολογία

παύω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαύωπαύουμε & παύομε διαλ.
Βπαύειςπαύετε
Γπαύειπαύουν & παύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπαύεπαύετε
Ενεστώτας-Μετοχήπαύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέπαψα & έπαυσα λόγ. πάψαμε & παύσαμε λόγ.
Βέπαψες & έπαυσες λόγ. πάψατε & παύσατε λόγ.
Γέπαψε & έπαυσε λόγ. έπαψαν & έπαυσαν λόγ. & παύσαν λόγ. & παύσανε λόγ. & πάψαν προφ. & πάψανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απάψω & παύσω λόγ. πάψουμε & παύσομε λόγ. & παύσουμε λόγ. & πάψομε διαλ.
Βπάψεις & παύσεις λόγ. πάψετε & παύσετε λόγ.
Γπάψει & παύσει λόγ. πάψουν & παύσουν λόγ. & παύσουνε λόγ. & πάψουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπάψε & παύσε λόγ. πάψτε & παύτε & παύστε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοπάψει & παύσει λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέπαυαπαύαμε
Βέπαυεςπαύατε
Γέπαυεέπαυαν & παύαν προφ. & παύανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαύομαιπαυόμαστε
Βπαύεσαιπαύεστε & παυόσαστε προφ.
Γπαύεταιπαύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βπαύεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαύτηκα & παύθηκα λόγ. παυτήκαμε & παυθήκαμε λόγ.
Βπαύτηκες & παύθηκες λόγ. παυτήκατε & παυθήκατε λόγ.
Γπαύτηκε & παύθηκε λόγ. παύτηκαν & παυθήκανε λόγ. & παύθηκαν λόγ. & παυτήκαν προφ. & παυτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαυτώ & παυθώ λόγ. παυτούμε & παυθούμε λόγ.
Βπαυτείς & παυθείς λόγ. παυτείτε & παυθείτε λόγ.
Γπαυτεί & παυθεί λόγ. παυτούν & παυθούν λόγ. & παυθούνε λόγ. & παυτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπάψου & παύσου λόγ. παυτείτε & παυθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοπαυτεί & παυθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαυόμουν & παυόμουνα προφ. παυόμασταν & παυόμαστε
Βπαυόσουν & παυόσουνα προφ. παυόσασταν & παυόσαστε προφ.
Γπαυόταν & παυότανε προφ. παύονταν & παυόντανε προφ. & παυόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήπαυμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

παύω ρήμ.

  1. Σσταματάω4: Παρακαλώ, να πάψουν τα σχόλια.
  2. Σσωπαίνω: Πάψε επιτέλους, δεν μπορώ να σ' ακούω!
  3. Σαπολύω1: Παύθηκε από δικαστής.

7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.