Λεξισκόπιο: παραμερίζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πα-ρα-με-ρί-ζω

Μορφολογία

παραμερίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαραμερίζωπαραμερίζουμε & παραμερίζομε διαλ.
Βπαραμερίζειςπαραμερίζετε
Γπαραμερίζειπαραμερίζουν & παραμερίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπαραμέριζεπαραμερίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήπαραμερίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαραμέρισαπαραμερίσαμε
Βπαραμέρισεςπαραμερίσατε
Γπαραμέρισεπαραμέρισαν & παραμερίσαν προφ. & παραμερίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαραμερίσωπαραμερίσουμε & παραμερίσομε διαλ.
Βπαραμερίσειςπαραμερίσετε
Γπαραμερίσειπαραμερίσουν & παραμερίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπαραμέρισεπαραμερίσετε & παραμερίστε
Αόριστος-Απαρέμφατοπαραμερίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαραμέριζαπαραμερίζαμε
Βπαραμέριζεςπαραμερίζατε
Γπαραμέριζεπαραμέριζαν & παραμερίζαν προφ. & παραμερίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαραμερίζομαιπαραμεριζόμαστε
Βπαραμερίζεσαιπαραμερίζεστε & παραμεριζόσαστε προφ.
Γπαραμερίζεταιπαραμερίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βπαραμερίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήπαραμεριζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαραμερίστηκα & παραμερίσθηκα λόγ. παραμεριστήκαμε & παραμερισθήκαμε λόγ.
Βπαραμερίστηκες & παραμερίσθηκες λόγ. παραμεριστήκατε & παραμερισθήκατε λόγ.
Γπαραμερίστηκε & παραμερίσθηκε λόγ. παραμερίστηκαν & παραμερίσθηκαν λόγ. & παραμεριστήκαν προφ. & παραμεριστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαραμεριστώ & παραμερισθώ λόγ. παραμεριστούμε & παραμερισθούμε λόγ.
Βπαραμεριστείς & παραμερισθείς λόγ. παραμεριστείτε & παραμερισθείτε λόγ.
Γπαραμεριστεί & παραμερισθεί λόγ. παραμεριστούν & παραμερισθούν λόγ. & παραμερισθούνε λόγ. & παραμεριστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπαραμερίσουπαραμεριστείτε & παραμερισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοπαραμεριστεί & παραμερισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαραμεριζόμουν & παραμεριζόμουνα προφ. παραμεριζόμασταν & παραμεριζόμαστε
Βπαραμεριζόσουν & παραμεριζόσουνα προφ. παραμεριζόσασταν & παραμεριζόσαστε προφ.
Γπαραμεριζόταν & παραμεριζότανε προφ. παραμερίζονταν & παραμεριζόντανε προφ. & παραμεριζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήπαραμερισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

παραμερίζω ρήμ.

  1. Σβάζω στην άκρη1
  2. Σπαραγκωνίζω, υποσκελίζω
  3. Σκάνω στην άκρη2

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.